Η συμφωνία που πετύχαμε για την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια προϋποθέτει ότι μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που έχει η χώρα μας.
Θέλω λοιπόν να συγχαρώ την Εθνική Τράπεζα για την Οργάνωση της συνάντησης και να καλώς ορίσω κι εγώ με τη σειρά μου τους συμμετέχοντες παραγωγούς και εκπροσώπους επιχειρήσεων.
Η ελληνική ύπαιθρος, σχεδόν στο σύνολό της, είναι ένας τόπος που περιέσωσε σε μια ιδιότυπη σύγχρονη κιβωτό ακέραιο το φυσικό του περιβάλλον και έχει τη δυνατότητα να παράξει σήμερα, υγιεινά προϊόντα με υψηλή θρεπτική και οικονομική αξία.
Η χώρα μας αποτελεί από μόνη της brand name και δεν χρειάζεται επικοινωνιολόγους και image makersγια να βρουν κάποιο άλλο, εντυπωσιακότερο λογότυπο. Η φύση και οι άνθρωποι εδώ έχουν φτιάξει την ταυτότητα του τόπου.
Είναι ενθαρρυντικό ότι αυτή τη νέα πραγματικότητα, τη συνειδητοποιούν ολοένα και περισσότερο, το πολιτικό προσωπικό της χώρας, ο επιχειρηματικός κόσμος και οι ίδιοι οι παραγωγοί.
Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Αττική Γη δεν υπήρξε ποτέ Γη της Επαγγελίας αλλά από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα λειτούργησε ως τέτοια στον Ελλαδικό Χώρο. Ακόμη και σήμερα με τις τεράστιες περιβαλλοντικές αν όχι προσβολές, τουλάχιστον επιβαρύνσεις που έχει υποστεί παραμένει, επιμένει να παράγει αγροτικά προϊόντα υψηλής ποιότητας και διατροφικής αξίας.
Κύριες προτεραιότητες της κυβέρνησης και του ΥΠΑΑΤ ως σήμερα ήταν η ανασυγκρότηση του Αγροτικού Χώρου με βάση ένα σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο αγροτικής ανάπτυξης, ο προσανατολισμός του με βάση τις ανάγκες και απαιτήσεις των αγορών και η δημιουργία εργαλείων στήριξής του.
Το πρώτο λοιπόν που καταφέραμε ήταν ο αγροτικός τομέας να μπει ψηλά στην οικονομική και πολιτική ατζέντα και να γίνει συνείδηση ότι χωρίς αυτόν στην Ελλάδα δεν πάμε πουθενά.
Το δεύτερο που κάναμε, αφού επουλώσαμε – όσες τουλάχιστον μπορούσαμε – από τις πληγές που ταλάνιζαν επί δεκαετίες τον αγροτικό χώρο, ήταν να βάλουμε μπροστά μέτρα και δράσεις, για να ενθαρρύνουμε, να διευκολύνουμε και να ενισχύσουμε τους παραγωγούς της ελληνικής υπαίθρου.
Ποιο εργαλείο έχουμε εμείς ως Υπουργείο για να στηρίξουμε αυτή τη προσπάθεια;
Το νέο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης.
Πρόκειται για ένα Πρόγραμμα ύψους 4,7 δις κοινοτικής συμμετοχής, που θα κινητοποιήσει συνολικούς πόρους της τάξης των 6 δις ευρώ και μαζί με το ΕΠΑΛΘ ξεπερνάμε τα 6,5 δις. Αν δε προσθέσουμε και τις ενισχύσεις φτάνουμε στα 19 δις δηλαδή την εξαετία 2015 -2020 θα εισρεύσουν στον αγροτικό χώρο κοινοτικοί πόροι κοντά στα 20 δις και μάλιστα χωρίς αντίδωρο.
Απλά οφείλουμε να ξέρουμε ότι οι πόροι αυτοί κατανέμονται με βάση συγκεκριμένους κανονισμούς, που αποτελούν το 50% της Ε.Ε.
Η πρώτη κίνηση που κάναμε με την έναρξη των διαδικασιών υλοποίησης του ΠΑΑ, ήταν η διεύρυνση της συνεργασίας μας με τη Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση, με την εκχώρηση του 37,4 % των πόρων, δηλαδή 1,7 δις, κάνοντας πράξη τη προεκλογική μας δέσμευση για Αποκέντρωση με Αυτοδιοίκηση.
Πρόκειται για μια πρωτοβουλία – τομή στην εφαρμογή της αγροτικής πολιτικής στη χώρα μας, μια πρωτοβουλία που εδράζεται σε δύο βασικές επιλογές:
– Πρώτον στην εμπιστοσύνη μας προς τις Περιφέρειες να υλοποιούν πολιτικές που τις αφορούν άμεσα και συμβάλουν στην ανάπτυξη και την πρόοδό τους και
– Δεύτερον στη πεποίθησή μας ότι το Υπουργείο πρέπει να έχει ένα πιο επιτελικό και εποπτικό ρόλο στην εφαρμογή των Προγραμμάτων.
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι εν μέσω της οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά γενικότερα στην Ευρώπη και στον κόσμο, η αναζήτηση της ποιότητας θα περνούσε σε δεύτερη μοίρα.
Όμως εκείνο που διαπιστώνουμε είναι ότι, παρά τις δυσκολίες, οι καταναλωτές αναζητούν τα ποιοτικά προϊόντα με υψηλή θρεπτική αξία όπως και εναλλακτικές μορφές ψυχαγωγίας και ξεκούρασης.
Ολοένα και περισσότερο γίνεται πεποίθηση τόσο των πολιτών όσο και των κυβερνήσεων, ότι υγεία και διατροφή είναι μια βασική συνάρτηση που πρέπει να προσεχθεί στον σύγχρονο κόσμο.
Η ποιότητα έχει ενταχθεί με αποφασιστικό τρόπο στην λειτουργία της οικονομίας, έχει γίνει αξία και αξίωση για το καταναλωτικό κοινό.
Εσείς στη σημερινή σας εκδήλωση προσθέτετε και τη πολιτιστική παράδοση, αλλά και τη γευσιγνωσία, βάζοντας ουσιαστικά όλη τη σφραγίδα της ελληνικής αγροδιατροφικής αλυσίδας».