Γενοκτονία Ποντίων, 19 Μαϊου: Λύουμαι κι αροθυμώ, ν’ ανασπάλω κι επορώ
Ο Πόντος κάηκε, όμως οι Πόντιοι δεν άφησαν να χαθεί.
Σε πείσμα όλων αναστήθηκαν και οι ίδιοι και ο Πόντος. Στην νέα πατρίδα, στην παλιά Ελλάδα. Και έγιναν το νέο αίμα της παλιάς πατρίδας. Έδωσαν πνοή σε περιοχές ολόκληρες, έβαλαν τη σφραγίδα τους στην ιστορία του νεώτερου ελληνικού κράτους, σε όλα τα επίπεδα, στην κοινωνία, την οικονομία και την πολιτική.
19 Μαϊου του 1919 οι νεότουρκοι με επικεφαλής τον ίδιο τον Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάστηκαν στην Σαμψούντα. Ο στόχος τους ήταν η εξολόθρευση των αλλόθρησκων μειονοτήτων, των πληθυσμών που δύσκολα θα μπορούσαν να αφομοιωθούν μέσα στο νέο κράτος – έθνος που ήθελαν να χτίσουν οι συνεχιστές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Είχαν ήδη ξεκινήσει οι απειλές, ύστερα ήρθαν οι δολοφονίες μεμονωμένων ατόμων. Πλέον οι νεότουρκοι είχαν βάλει όμως εμπρός το δεύτερο στάδιο του σχεδίου εξόντωσης.
Μαζικές εκτελέσεις, σπίτια, καταστήματα, χωριά ολόκληρα, συνοικίες πόλεων. Τα θύματα υπολογίζονται σε 353.000. Βρέφη, παιδιά, γυναίκες, άνδρες, ηλικιωμένοι.
Χιλιάδες χάθηκαν απ’ το μαχαίρι,. Χιλιάδες και στο δρόμο του εκτοπισμού, αλλά και σε καταναγκαστικά έργα.
Το σχέδιο εξόντωσης διήρκεσε επτά χρόνια. Από το 1916 ως το 1923.
400.000 άνθρωποι έφτασαν στην Ελλάδα, χιλιάδες, άγνωστο πόσοι βρήκαν καταφύγιο στο βορά, στις περιοχές της τότε Σοβιετικής Ένωσης.
Παιδιά, γυναίκες, άνδρες, νέοι και γέροι. Κανείς δεν γλίτωσε από τη δολοφονική μανία των Τούρκων και όσων τους βοήθησαν να διαπράξουν τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Και από εκείνους που δεν δολοφονήθηκαν και γλίτωσαν από τις πορείες θανάτου, πολλοί κακοποιήθηκαν με τρόπους που φυσιολογικού ανθρώπου νους δεν μπορεί να συλλάβει − νεαρά κορίτσια και γυναίκες ατιμώνονταν σχεδόν καθημερινά από στρατιώτες που απολάμβαναν τον εξευτελισμό τους.
Μωρά αρπάζονταν από τις αγκαλιές των μανάδων τους, και εάν δεν τα θανάτωναν αμέσως, τα βασάνιζαν και στο τέλος τα έκαιγαν ζωντανά. Και ενώ οι μανάδες αργοπέθαιναν από τον ανείπωτο πόνο, οι φονιάδες γελούσαν από χαρά.
Η φυλακή ήταν μονόδρομος για τους «τυχερούς» άνδρες που δεν κρεμάστηκαν. Εκεί έπεφταν θύματα ξυλοδαρμού και βασανισμού. Οι κρεμάλες για τους Πόντιους στήνονταν οπουδήποτε. Εξάλλου η ζωή τους δεν είχε καμία αξία, και ο τόπος έπρεπε να καθαρίσει από τους γκιαούρηδες…
Και όταν τελείωσε η «ερυθρά σφαγή», άρχισε η «λευκή»: Λεηλασίες περιουσιών και πυρπολήσεις χωριών. Τίποτα δεν άφηναν όρθιο στο πέρασμά τους οι δολοφόνοι. Εκείνοι που έφευγαν κυνηγημένοι από το θάνατο, εάν κατάφερναν να φτάσουν κάπου είχαν να αντιμετωπίσουν κακουχίες που συχνά οδηγούσαν και αυτές στο θάνατο. Στον φυσικό, γιατί ο άλλος, εκείνος της καρδιάς, είχε ήδη επιτευχθεί.
Οι μαρτυρίες που διασώθηκαν από τις μαύρες σελίδες της ιστορίας του ποντιακού ελληνισμού δεν αφήνουν καμία απορία. Οι Έλληνες του Πόντου έπεσαν θύματα Γενοκτονίας από τους Οθωμανούς Τούρκους και τους συνεργούς τους, στο πλαίσιο ενός σχεδίου που πολύ νωρίτερα είχε προσυπογράψει η ναζιστική Γερμανία. Ο πόνος ήταν και παραμένει ανείπωτος…