Η ηθοποιός Κατερίνα Γώγου (1940-1993) αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ελληνική ποίηση.
Η αιώνια έφηβος, η οργισμένη, η πιο σπαρακτικά ραγισμένη φωνή της γενιάς της.
Με τους οργισμένους στίχους της καταδίκαζε τον πόνο και την αθλιότητα γύρω της, αλλά την τελευταία στιγμή έστρεψε την πλάτη στη ζωή. Αυτοκτόνησε στις 3 Οκτωβρίου 1993.
Τα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου εξέπεμπαν τη διαμαρτυρία και την αγανάκτησή της για τις τερατώδεις δυνατότητες του κοινωνικού μηχανισμού να καταστρέφει τον άνθρωπο και τη ζωή. Το ποιητικό έργο της «συναντιέται» με το σήμερα, με το «μαύρο», την κραυγή αγωνίας, τις σημερινές ανάγκες και οραματίζεται το μέλλον.
Μια ποιήτρια που έγραφε για να μην εκραγεί, που είχε κάνει τον πόνο και το παράπονο στίχους, κι αυτοί οι στίχοι ήταν παραπονεμένοι και οργισμένοι, αλλά πάνω απ’ όλα αληθινοί. Όσα χρόνια κι αν περάσουν η Γώγου θα παραμένει η ποιήτρια των νεοτέρων γενιών, αφού με τους νέους, κατά κύριο λόγο «συνομίλησε».
Είναι αλήθεια πως η Κατερίνα σταμάτησε να είναι το γλυκό και χαριτωμένο κοριτσάκι που έπαιζε στις ταινίες. Η Κατερίνα έγινε σύζυγος, έγινε μητέρα. Την κέρδισε ο κόσμος του περιθωρίου, αυτός ο κόσμος που γέμιζε με πόρνες, πρεζάκια, αλκοολικούς, κατατρεγμένους μετανάστες και «εγκληματίες». Ένας κόσμος γεμάτος θλίψη, πόνο, επιβίωση, θολούρα και εγκατάλειψη. Ένας κόσμος της καταστολής και της βίας, τον οποίο η ίδια αποδεχόταν αλλά ταυτόχρονα ήλπιζε πως μπορεί να αλλάξει.
Θα ‘ρθεί καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
– μη βλέπεις εμένα – μην κλαις. Εσύ είσ’ η ελπίδα
άκου θάρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θά `μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι – σκέψου! – θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
Να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές
απροσάρμοστοι καταπίεση μοναξιά τιμή κέρδος εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία – δε θέλω να λέω ψέματα –
δύσκολοι καιροί.
Και θάρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω – μην περιμένεις κι από μένα πολλά –
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
παρ’ όλα αυτά Μαρία.