Ξυπνάς ένα πρωί και συνειδητοποιείς πως είσαι κλεισμένος μέσα σε μία φυλακή. Δεν ξέρεις ποιος σε έβαλε εκεί. Δεν θυμάσαι καν να πέρασες από ένα δικαστήριο και κάποιοι ένορκοι έβγαλαν απόφαση για τον εγκλεισμό σου. Είσαι απλά εκεί, κοιτάζεσαι στο καθρέφτη και δεν σε αναγνωρίζεις, κοιτάζεις γύρω σου και όλα όσα βλέπεις, μοιάζουν σαν να τα έχει τοποθετήσει κάποιος άλλος, όχι εσύ.
Θυμάσαι πως τα τάδε αντικείμενα σου έδιναν κάποια στιγμή χαρά, πως οι τάδε άνθρωποι έμοιαζαν να είναι το κλειδί σου για το Παράδεισο. Θυμάσαι πως όλα αυτά στην ουσία τα έχεις φτιάξει εσύ, αλλά για κάποιο μυστήριο λόγο, δεν είσαι εσύ.
Ξαφνικά σκέφτεσαι πως αυτό είναι μια κρίση κάποιας πνευματικής διαταραχής. Τσιμπίεσαι και λες οκ, πονάω, άρα ζω. Και τότε έρχεται κατακέφαλα η ερώτηση. Ζω?
Σε ταχύτητα ιλιγγιώδη αρχίζουν να εναλλάσσονται στο μυαλό σκηνές από ταινίες του παρελθόντος που είχες ξεχάσει. Τα μαθητικά χρόνια, ο πρώτος έρωτας, τα σκασιαρχεία, τα γλέντια σαν φοιτητής, οι καυγάδες με τους γονείς, οι επαναστάσεις που έμειναν μετέωρες, οι έρωτες που δεν σου άφησαν τίποτα, οι φίλοι που δεν έχεις δει για χρόνια, οι συνήθειες που εγκατέλειψες, τα όνειρα που δεν έγιναν ποτέ πραγματικότητα.
Κοιτάς το κόσμο που έχεις φτιάξει γύρω σου και είναι μια συνεχής επαναλαμβανόμενη μέρα της Μαρμότας. Κάθε μέρα το ξυπνητήρι την ίδια ώρα, τα παιδιά σχολείο, ή τα παιδιά να ετοιμάζονται για τη δουλεία τους, το τρέξιμο να μην αργήσεις, η φευγαλέα ματιά σε κάτι πακετάκια λογαριασμούς και σημειώματα καρφωμένα στο πίνακα στη κουζίνα, και μετά το βράδυ, μάζεμα γύρω από το τραπέζι όσοι υπάρχουν, μπορεί όλοι να έχουν κάτι άλλο να κάνουν, μερικοί να είναι απλά καρφωμένοι στη τηλεόραση, άλλοι να νυστάζουν, άλλοι να είναι έτοιμοι για καυγά για να ξεσπάσουν το γαμώτο της μέρας.
Μοναδική νότα ιδιαιτερότητας η αγάπη του σκύλου μόλις μπαίνεις. Η χαρά του. Τον κοιτάζεις και σκέφτεσαι γιατί αυτός είναι πάντα έτσι? Γιατί αυτός στη τελική είναι ευτυχισμένος κι εγώ όχι? Και τότε πιάνεις το νόημα. Fake… Ο πύργος σου , που ναι ίσως κάποτε να ήταν παλάτι, έχει καταντήσει για χίλιους δυο λόγους ψεύτικος. Η ίσως για ένα και μοναδικό λόγο, γιατί έτσι τον έφτιαξες εσύ.
Αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν αυτά τα κουρασμένα μάτια που σε κοιτάζουν από απέναντι είναι όλα όσα αξίζεις να αγαπήσεις. Αν η σχέση σου, ο γάμος σου, η συμβίωση σου είναι κάτι που έχει ουσία ή απλά συνήθεια, αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν αυτό το στυλ που τρως είναι αυτό που ζητάει η γεύση σου, αν αυτά που αγγίζεις είναι αυτά που λαχταράνε τα χέρια σου, αν αυτά που κοιτάς είναι αυτά που ζητάνε τα μάτια σου να δουν.
Κενό. Θολούρα. Τίποτα. Άδειασμα.
Σε αυτό το κομβικό σημείο, μπαίνει μπροστά αυτό που πραγματικά είσαι. Θηρίο ή λαγός? Λύκος ή πονηρή αλεπού? Σπουργιτάκι ή αετός? Έχεις κότσια ή είσαι οριστικά ευνουχισμένος? Ο άνθρωπος που μπορεί να μοιράζεσαι τη ζωή σου είναι όλα ονειρεύτηκες από τον έρωτα? Από την αγάπη? Τα όρια που έχεις βάλει στη ζωή σου είναι αλήθεια τα όρια τα δικά σου ή κάποιου άλλου?
Ξαφνικά μικρά ασήμαντα πράγματα αρχίζουν να μοιάζουν ζωτικής σημασία. Θυμάσαι πως δεν έχεις πάει διακοπές όπου ήθελες αλλά όπου η πλειοψηφία του σπιτιού αποφάσιζε με εσένα να νομίζεις πως συμφωνούσες. Θυμάσαι πως εκείνες οι παρέες που κάνεις τα τελευταία χρόνια δεν έχουν τίποτα περισσότερο να σου πουν, γιατί στην ουσία ποτέ δεν είπαν αυτά που εσύ περίμενες να ακούσεις.
Θυμάσαι κάτι σημειώσεις που λέγανε, θα ταξιδέψω εκεί, θα γνωρίσω ανθρώπους που να είναι έτσι, θα φορέσω αυτά τα ρούχα που μου πάνε, θα ανέβω βουνά και θα κολυμπήσω σε θάλασσες άγνωστες γιατί θέλω να γευτώ ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Πιάνεις το σημείωμα στο χέρι και δεν βλέπεις κανένα κλικ στις σημειώσεις, που πάει να πει πως δεν έχει κάνει τίποτα από αυτά.
Αν είσαι θηρίο, αν μέσα σου έχει φυλαχτεί ολοζώντανο το ένστικτο της κατάκτησης, του κυνηγιού, της ελευθερίας, χρειάζονται μόνο μερικά δευτερόλεπτα, για να ανατρέψεις τα πάντα. Δίνεις μια γροθιά στον άθλιο τοίχο και βγαίνεις. Με χαμόγελο. Με όρεξη. Με τα όνειρα ολοζώντανα σαν να μην έχει περάσει ούτε μια μερα. Αν είσαι μια θλιμμένη κότα, λουφάζεις κι ενώ έχεις καταλάβει όλο το παιχνίδι, θα μείνεις εκεί, και θα βρεις τους μικρούς σου εθισμούς να καλύπτουν το κενό σου.
Θα γίνεις ξυδάκιας, θα παίρνεις χάπια, θα ξενοπηδάς, θα λες ψέμματα συνέχεια στους γύρω σου, ή πολύ απλά θα πεθάνεις και δεν θα τους το ανακοινώσεις. Θα σε έχουν εκεί να σε τραβολογάνε όπου τους φυσάει ο δικός τους άνεμος.
Στη πιο απλή περίπτωση θα γυρίσεις απλά πλευρό να κοιτάς τον αγαπημένο σου τοίχο. Ίσως τελικά και για αυτό να είσαι γεννημένος, οπότε όλα καλά, θα συνεχίσεις να χαζογελάς με ανοησίες, να διασκεδάζεις με αδιάφορα πράγματα, θα κυλάνε οι μέρες στον αγαπημένο ασφαλή καθωσπρεπισμο σου. Και για να μην έχεις ενοχές για τίποτα θα το ονομάσεις μια όμορφη και ήσυχη ζωή. Γιατί τελικά μπορεί αυτό να είναι η ζωή για σένα.
Δεν είναι όμως για μένα. Η γροθιά έπεσε. Η καταιγίδα ξεκίνησε. Και είναι ανελέητη γιατί πρέπει να φύγουν από πάνω της στρώματα ολόκληρα από μπογιές που έμοιαζαν ανεξίτηλες. Αλλά δεν ήταν. Το να ρισκάρεις να βρεις αυτό που έχασες, να θυμηθείς ξανά αυτό που είσαι έχει κινδύνους, αλλά και προσμονή. Είναι αβέβαιο αλλά ένα συναίσθημα ικανοποιήσης που δεν συγκρίνεται με τίποτα άλλο αρχίζει να γεμίζει τη ψυχή σου.
Αυτά που πραγματικά αγαπάς θα συνεχίσουν να είναι εκεί, να τα φροντίζεις, να είναι ένα κομμάτι από το κόσμο σου. Θα είναι τα παιδιά σου, το σπίτι σου, τα βιβλία σου, μερικοί φίλοι που στάθηκαν δίπλα σου όταν γκρεμιζόσουν, όλα τα άλλα θα τα αποβάλλεις ανακαλύπτοντας πως όλο αυτό που έμοιαζε ανέφικτο έχει ήδη πεθάνει.
Κι εκεί στη γωνία, ανάλογα με το ποιόν σου, την αξία σου, το πόσο πολύτιμα είναι αυτά που φύλαξες μέσα σου, το πόσα αποθέματα έχεις ακόμα να τα δωρίσεις εκεί που αξίζει, θα σε περιμένει ίσως εκείνη η τελική σημείωση με τις τρεις τελείες στην άκρη, να σε κοιτάξει και να σου πει, “καλώς ήρθες, έφτασες επί τέλους στο σπίτι σου”.