Μα από που ήρθαν όλοι αυτοί στην πατρίδα μας άραγε;
Ένα από τα πιο απίθανα πλήθη της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, είναι οι πεφτοσυνεφάκηδες όπως τους αποκαλούμε πλέον. Εκείνοι οι έκπληκτοι γεμάτοι απορία πολίτες, που δεν ήξεραν τίποτα, δεν γνώριζαν, ήταν αθώες περιστερές και ζούσαν σε ένα όμορφο συννεφάκι, και ξαφνικά ξύπνησαν και είδαν το κακό το κόσμο, και είναι οι κακόμοιροι λυπημένοι για τη κατάντια της πατρίδας μας.
Ξέρετε είναι οι τύποι που δεν ήξεραν τίποτα για το πελατειακό κράτος, εκτός του γλειψίματος που έριξαν για να διοριστεί κάπου το παιδάκι, για να υπηρετήσει ο φαντάρος δίπλα στο σπίτι του, αυτοί που λάδωναν μηχανικούς, γιατρούς, πολεοδόμους, την εφορία, το βλαχοδήμαρχο που εκλέγανε αφού είχαν συνεννοηθεί μαζί του τι χάρες ή τι λαμογιές θα κάνουν από κοινού.
Είναι εκείνες οι αθώες περιστερές που έβλεπες να παίρνουν ένα ταπεινό μισθό και ξαφνικά να σηκώνουν τριώροφη μεζονέτα μέσα στο δάσος κι απορούσες, μα καλά το λαχείο του έτυχε? Εκείνες οι αθώες περιστερές που φαινομενικά ήταν καρπαζοεισπράκτορες υπαλληλίσκοι, ή φυτά καρφωμένα σε κάποια καρέκλα του δημοσίου, ή το μικρό μπακάλικο στη γειτονιά, και πήγαιναν καλοκαίρι στις Μαλδίβες, κυκλοφορούσαν με τις μπέμπες με τις καλογυαλισμένες ζάντες, ντυνόντουσαν λες και θα πάνε στο κόκκινο χαλί για τα Όσκαρ κι εσύ αν ήσουν ένας τίμιος φτωχομπινές αισθανόσουν σαν σκουλήκι άχρηστο, μπροστά σε τόσο προκομένους και νοικοκυρεμένους γείτονες.
Αυτά λοιπόν τα υπέρτατα λαμόγια, οι άρχοντες της υποκρισίας που τώρα ξαφνικά θυμήθηκαν πως κάποιος (αφηρημένη έννοια πάντα) κατάκλεψε τη πατρίδα τους, άδειασε τα ταμεία, σε μια πατρίδα που ζει και υπάρχει πλέον μόνο για να κάνει χάρες στις τράπεζες και για να την πηδάνε όποτε γουστάρουν οι δανειστές, θυμήθηκαν πως έχουν λέει ελληνικό dna, πετάνε κι ένα Λεωνίδα στη μέση, με ονείρωξη πως είναι σαν τον Τζέραρντ Μπάτλερ, (ευτυχώς που είδαν τους 300 και τον θυμήθηκαν) και πως γύρω τους υπάρχουν λέει άπειρες ξενόφερτες απειλητικές φάτσες που θα τους αρπάξουν το ψωμάκι τους και την αγαπημένη τους πατρίδα. Ξέρετε εκείνη την πατρίδα που έχουν κανονικά γραμμένη στ’@ρχίδια τους και τη θυμούνται μόνο όταν κάποιος τους τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια και μένουν σαν ζαλισμένα κοτόπουλα.
Μιλάμε για τύπους που ξεκίνησαν από το να θεωρούν αυτονόητο και απολύτως γκλάμουρ να έχουν Φιλιππινέζα στο σπίτι και να το παίζουν άρχοντες στο Μπάκινχαμ. Θυμάστε? Ορδές από Φιλιππίνες να γεμίζουν τα βόρεια προάστια και άλλες ευγενείς περιοχές με τις κυράτζες κατίνες να μπορούν επί τέλους να έχουν μια δούλα στο σπίτι να βγάζουν τη μισανθρωπιά τους και την αρρωστίλα τους για όλες τις @γαμητες μέρες που είχαν περάσει στη ζωή τους.
Μετά είχαμε τους νέο φεουδάρχες του κ@λου, που αγκάλιασαν με μεγάλη χαρά την επέλαση από Αλβανία, γιατί κάθε παρατημένη ελιά σ΄αυτό το τόπο από τους απόγονους του Αριστοτέλη, έπρεπε να βγάλει λαδάκι, τα χωράφια να σκαλιστούν επί τέλους από κάποια χέρια με τσάμπα δουλειά, οι τσελιγκάδες με τις μπυροκοιλιές που βαράγανε υπερωρίες στα καφενεία και στη πρέφα, άπλωσαν στα χωράφια τους τους μπαρμπα Θωμάδες της Βαλκανικής και διέταζαν. Δέκα – είκοσι – πενήντα σκλαβόπουλα υπό την επίβλεψή τους. Τι ηδονή ήταν αυτή? Και τι κέρδος φυσικά.
Το ίδιο στις οικοδομές, στα εργοστάσια σιγά σιγά, σε κάθε εργασία που έπρεπε λίγο να λερώσεις τα χεράκια σου ήταν αυτοί να σου βγάζουν το φίδι από τη τρύπα και να τους πετάς ένα χαρτζιλίκι για το κόπο τους.
Στη συνέχεια το πράγμα είχε πάρει το δρόμο του, ήρθαν οι ορδές από τα ανατολικά κράτη, που ξεσκάτισαν κάθε παρατημένο γεράκο, πλύναν σκάλες, ξεβρώμισαν ότι βρώμαγε, γέμισαν τα νοσοκομεία με αποκλειστικές σε καλή τιμή, με καθαρίστριες με την οκά, και μια άλλη τραγική άποψη, γέμισαν τα μπουρδέλα με δίμετρες για να ξεκ@υλώσει ο κάθε κακομοίρης από τη μιζέρια του και τη κομπλεξάρα του.
Όταν λοιπόν καλύψαμε όλα τα Βαλκάνια και τα κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ, εννοείται πως μαζί , σε ένα κράτος που φαίνεται πως είχε ψωμί για εκατομμύρια σκλάβους πλακώσαν οι Αφρικανοί, οι Ασιάτες και γενικά κάθε πικραμένος και κυνηγημένος από τη μοίρα και τη δυστυχία σαυτό το πλανήτη. Όλοι εδώ και οι ελληνάρες ευχαριστημένοι για τα τσάμπα εργατικά χέρια, για τις βρωμοδουλειές που κάποιος άλλος αναλάμβανε ενώ οι κανακάρηδες ασχολόντουσαν με τα iphone, τα games, τις γκόμενες και τα επώνυμα ρούχα, γεμίζοντας τις πιστωτικές τίγκα, με τους τραπεζίτες να σχεδιάζουν ήδη πότε θα βάλουν όλους αυτούς τους μαλάκες στο πάτωμα και θα τους ρουφήξουν πίσω ότι είχαν και δεν είχαν αποκτήσει στη ζωή τους και με τόκο!
Την ίδια στιγμή που τα χαζοχαρούμενα ελληνάκια διασκέδαζαν με το να αγοράζουν φούσκες στο χρηματιστήριο, που ψήφιζαν φανφαρόνους που τους υποσχόντουσαν επίγειους παραδείσους, και που στις τράπεζες ουρές έβαζαν υποθήκη τη μελλοντική ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους, άρχισε σιγά σιγά να σκάει το παραμύθι. Μαζί τα φάγαμε φώναξε ο γίγαντας και φυσικά είχε δίκιο. Κι ένα ωραίο πρωί ο απίθανος τύπος που υποδύθηκε για λίγο το Πρωθυπουργό, σε κάποιο διάλλειμα που άφησε το ποδηλατάκι του και το κουβαδάκι του κάτω στη παραλία, ανακοίνωσε πως , υπάρχει ένα όμορφο χαρτάκι που λέγεται μνημόνιο και δεν χρειάζεται τίποτα το ιδιαίτερο, λίγο αιματάκι να βάλουμε όλοι και να σπρώξουμε.
Τα εξαφανίσαμε όλα. Ταμεία, αποθεματικά, δημόσια περιουσία, τα πάντα όλα. Ανακοίνωσε στους σοκαρισμένους (και καλά) πολίτες ο γελοίος πως λεφτά υπάρχουν την ίδια στιγμή που υπογραφόταν η εκτέλεση μιας πατρίδας που είχε τη τύχη να έχει μεγάλη ομορφιά, μεγάλη ιστορία, αλλά καραγκιόζηδες κατοίκους. Η συνέχεια της ιστορίας είναι γνωστή. Ξαφνικά οι αγουροξυπνημένοι από τις ψευδαισθήσεις τους νοικοκυραίοι, βρέθηκαν στη κόλαση με τα κεφάλια μέσα, μέχρι το πάτο του βόθρου.
Βρέθηκαν στις ουρές στα ταμεία ανεργίας και στα συσσίτια, να γαμοσταυρίζουν τους ξένους που τους τρώνε το ψωμί, ξέρετε εκείνο το ψωμί που εδώ και πολλές δεκαετίες έτρωγαν οι «ξένοι» αλλά οι πεφτο συνεφάκηδες χορεύανε ζεμπεκιές και αφήνανε τα δεκαχίλιαρα στις λουλουδούδες , έτσι γιατί ήταν πολύ γ@μάτοι.
Όλους αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους που καταφθάναν ορδές και σχημάτιζαν τη νέα μορφή δουλεμπορίου στην χώρα των αποκοιμισμένων από τα κοψίδια και τις μπύρες κατοίκων, δεν τους έβλεπε κανείς , ήταν αόρατοι. Ήταν κάτι που είχε την ίδια αξία με τη σακούλα των σκουπιδιών, το ξεσκονόπανο, το σφουγγαρόπανο, τη μηχανή για το γκαζόν. Οι Μανωλάδες με τις φράουλες, τα μπουρδέλα με τα ανήλικα, οι μαφίες που σιγά σιγά κατέκλυζαν τις γωνιές και σπρώχνανε πρέζα, όπλα και γυναίκες, ήταν αόρατα. Οι κοινότητες γκέτο που σχηματιζόντουσαν από παλιόσπιτα με ανθρώπους στοιβαγμένους κατά δεκάδες, και τους ΝΟΙΚΟΚΥΡΗΔΕΣ ΝΑ ΕΙΣΠΡΑΤΤΟΥΝ χαράτσια κατά κεφαλή για το χαμόσπιτο που έτσι κι αλλιώς το είχαν για τα μπάζα, ήταν αόρατες.
Ξαφνικά όλοι έγιναν ελληνάρες που θυμήθηκαν πως είναι από ιδιαίτερη ράτσα, και έπιασαν τα λάβαρα, αλλά δεν μπόρεσαν να τα σηκώσουν πολύ ψηλά γιατί τα μπρατσάκια είχαν ξύγκια από τη πολλή μάσα και δεν κράταγαν πολύ ώρα όρθια. Ξαφνικά θυμήθηκαν πως έχουν μείνει άνεργοι, γιατί κάποιο αόρατο χέρι έχει τάχα διαπράξει μια ύπουλη συνομωσία για να υποτάξει την πατρίδα τους μέσω του δούρειου ίππου του μεταναστευτικού προβλήματος.
Βρε απίθανα λαμόγια, αστοιχείωτοι ελληναράδες που την Αρχαία Ελλάδα και το πολιτισμό της μόλις ακουμπήσατε σε κάποιο σχολείο και πάλι σ εκείνες τις ώρες ζωγραφίζατε στο θρανίο για να σπάσει η ανία που αισθανόσασταν από το απίστευτα βαρετό μάθημα, εσείς που κάποια στιγμή αποφασίσατε πως πατριώτες σ΄αυτή τη χώρα είναι άνθρωποι που είχαν χτυπήσει τατουάζ τη σβάστικα στο μπράτσο, εσεις τα παιδιά των πεσσόντων στην Αλβανία και των βασανισμένων και εκτελεσμένων κατά χιλιάδες από τη ναζιστική θηριωδία, εσείς που εναποθέσατε τις ελπίδες σας σε αστεία συνθηματάκια στις πλατείες με καραμούζες και μούτζες, εσείς που ακόμα σήμερα αν σας έλεγαν πως τα χρέη στη τράπεζα διαγράφονται, ο μισθός ανεβαίνει, και οι διορισμοί ξεκινάνε πάλι σωρηδόν, όχι πατρίδα θα ξεχνάγατε αλλά και τη μάνα που σας γέννησε, εσείς έχετε απαιτήσεις τύπου, κάτω τα χέρια από τη πατρίδα μου?
Εσείς είστε οι περήφανοι συνεχιστές του ελληνικού μεγαλείου? Εσείς δεν έχετε ιδέα από ιστορία, από φιλοσοφία, από μεγαλείο. Οι παππούδες σας ακόμα που έδωσαν τη ζωή τους για να σώσουν τη χώρα από το φασισμό, οι ήρωες των Θερμοπυλών που έπεσαν μέχρι το τελευταίο για ένα όραμα, έναν έρωτα για κάτι που άξιζε περισσότερο από τη ζωή τους, οι φουστανελάδες του 21 που όρμησαν να τσακίσουν 400 χρόνια σκοτάδι, όλοι αυτοί με μαθηματική ακρίβεια ΠΑΝΤΑ προδόθηκαν, φυλακίστηκαν , εκτελέστηκαν ή στη καλύτερη περίπτωση αγνοήθηκαν από απογόνους που βαριόντουσαν να διαβάσουν ιστορία ακόμα και από τη περίληψη στο λυσσάρι, όλοι όσοι κατά καιρούς έδωσαν το αίμα τους για ένα όραμα, στιγματίστηκαν από κάτι λαμόγια σαν κι εσάς που έχετε γραμμένη τη περηφάνεια, την αξιοπρέπεια, την αγάπη για τη πατρίδα και τον άνθρωπο, στα παλιά σας τα παπούτσια κι εμφανίζεστε σαν τα σκουλικάκια μόλις το πτώμα αρχίζει και σαπίζει να μασουλήσετε λίγη δόξα, ηλίθιοι.
Μα από που ήρθαν όλοι αυτοί? Λέει το χάπατο που έχει στο σπίτι ανατολικιά καθαρίστρια, στο χωράφι πακιστανούς ή μπαγκλαντεσιανούς να οργώνουν, στο μπουρδέλο ρωσιδούλες να τις πηδάει, στο μαγαζί ή στη βιοτεχνία ανασφάλιστους και καραπαζωμένους αφρικανούς, βαλκάνιους, ασιάτες και ότι άλλο θέλεις, δέκα στη τιμή του ενός.
Μα τι θα γίνει με την ανεργία? Αναρωτιέται ο πρώην παικταράς της Σοφοκλέους που έπαιξε στο πυρετό του εύκολου πλούτου ακόμα και το κομπόδεμα της γιαγιάς κάτω από το στρώμα
Η δημοκρατία έχει καταλυθεί! Φωνάζει ο ελληνάρας που λεει, α ρε Παπαδόπουλος που χρειάζεται και που ψηφίζει απογόνους δοσίλογων , ταγματασφαλιτών και προδοτών
Είμαι απόγονος του Αλέξανδρου! Τσιρίζει ο μόνιμος κάτοικος Καζίνου Σκοπίων και θαμών των συνοριακών μπουρδέλων που πάει Βουλγαρία για τα δόντια και για τα ψώνια της βδομάδας.
Είμαι απόγονος του Λεωνίδα! Λέει ο άλλος που τον μόνο Λεωνίδα που ξέρει είναι μια ταβέρνα με καλά παιδάκια στη Βάρη.
Σου έχω νέα. Δεν χρειάζεται αλλοδαποί να σε απειλήσουν. Δεν χρειάζεται ξεπουλημένες κυβερνήσεις να διαπραγματευτούν ακόμα και το Παρθενώνα. Δεν χρειάζεται κάποιες αόρατες δυνάμεις να απειλήσουν τη ζωή σου και των παιδιών σου.
Τα κατάφερες όλα παλικάρι μου. Το ‘χεις. Είσαι τεράστιος μ@λακας , τεράστιος παρτάκιας, τεράστιος στ@ρχιδιστής και τα κατάφερες όλα μόνος σου. Και τους λίγους ελάχιστους ανθρώπους που φώναζαν δίπλα σου και προσπαθούσαν να ανασύρουν από τα βάθη του κρανίου σου ένα ίχνος μυαλού, ένα ίχνος αξιοπρέπειας, συνείδησης, ηθικής, τους κοίταζες ειρωνικά, ήταν οι ξενέρωτοι μέσα στην άγρια καψούρα σου.
Οπότε θα καθίσω και θα απολαύσω το θέαμα. Να σε δω να σέρνεσαι. Κι ας καώ μαζί σου. Δυστυχώς θα παρασύρεις μαζί σου και όσους δεν φταίξανε. Από την άλλη φταίξαμε όλοι, δεν υπάρχουν αθώοι. Γιατί ενώ εσύ είχες κάνει τη πατρίδα παιδική χαρά να εκτονώνεις τα βίτσια σου και την ανωμαλία σου , εγώ σε κοίταζα αντί να σε φτύσω και να σε γεμίσω φάπες. Σε κοίταζα άπραγη όπως όλοι όσοι σήμερα κατρακυλάμε μαζί σου.
Κοίταζα το χαρτογιακά να ζητάει μίζα για να μου φτιάξει ένα πιστοποιητικό και δεν τον βούτηξα από το γιακά να του κουνήσω το άδειο κεφάλι πέρα δώθε.
Κοίταζα το γιατρουδάκι να ζητάει φακελάκι για να γιατρέψει το πατέρα τη μάνα ή το παιδί μου και δεν του κόλλησα το κεφάλι στο τοίχο να θυμηθεί ξανά τι γράφει εκείνο το κωλόχαρτο που πήρε.
Έβλεπα στο χωράφι τον Μητσάρα να ρίχνει μια κλωτσιά σε ένα δύστυχο να δουλέψει πιο γρήγορα και δεν μπήκα στη μέση , έμεινα εκεί ακίνητη να νοιώθω απλά ντροπή.
Άνοιγα τη τηλεόραση αντί να τη σπάσω
Βοηθούσα στις εκλογές να βγει η επόμενη γενιά από ψευταράδες στην εξουσία ελπίζοντας πάντα πως κάτι θα αλλάξει.
Εκείνοι λήστεψαν, εγώ λούφαξα. Ένοχοι και δύο. Κι αυτό είναι η μόνη αλήθεια.