Με τι ακριβώς σε κρατάνε? Με το γεγονός πως τους έχεις ανάγκη ακόμα και για τον αέρα που αναπνέεις. Δεν μπορείς να φτιάξεις πια τίποτα με τα χέρια σου. Δεν μπορείς να βρεις τη τροφή σου παρά μόνο στις καλοστημένες αλυσίδες με τα σάπια τρόφιμα. Δεν μπορείς να ντυθείς παρά μόνο στα παζάρια των μαζικοποιημένων παραδείσων κατανάλωσης, που περιμένεις τις εκπτώσεις για να αρπάξεις ένα ρούχο φτηνιάρικο που σε λίγο καιρό θα καταστραφεί, ή να τα ακουμπήσεις γερά σε κάποια φίρμα για να πάρεις το καλό πράγμα.
Δεν μπορείς να ζεσταθείς αν δεν τα σκάσεις στη ΔΕΗ, δεν μπορείς να μαγειρέψεις, να πλύνεις, να καθαριστείς αν δεν πατήσεις το διακόπτη. Δεν μπορείς να έχεις ούτε νερό αν δεν το πληρώσεις. Δεν ξέρεις να επιβιώσεις αν δεν είσαι στους τέσσερις τοίχους της ασφαλούς φωλιάς, και τώρα πια δεν μπορείς να κάνεις λεπτό χωρίς τα καλώδια σου. Το έξυπνο τηλέφωνο, τον έξυπνο υπολογιστή, το τάμπλετ, τις παιχνιδομηχανές και ότι άλλο μπιχλιμπίδι έχουν εφεύρει για να αισθάνεσαι άρχοντας στη φυλακή σου.
Πως να ανασάνεις? Πως να σπάσεις τα δεσμά με τόση απόλυτη ανάγκη που έχεις τους αφέντες σου? Πως να σκεφθείς καν πως υπάρχει ένα κομμάτι δικό σου αφού όλα όσα έχεις είναι σε συνάρτηση με το σύστημα που σε παίζει σαν μαριονέτα όπως γουστάρει. Σε βούτηξε από την ύπαιθρο, από το χωριό σου, το κήπο σου, τα προβατάκια σου, το πηγάδι σου, τον αργαλειό της γιαγιάς, το ξυλόφουρνο, τη ξυλόσομπα και σε τοποθέτησε σαν τα πειραματόζωο σε ένα χρυσό κλουβί και από το πρωί ως το βράδυ μπορεί να σε εκβιάζει ΓΙΑ ΟΛΑ.
Ανθρωποι στημένοι σε συσσίτια, να παρακαλάνε για ένα πιάτο νεροζούμι, να νοιώθουν ζητιάνοι, ντροπιασμένοι, και δεν έχουν την ικανότητα να διακρίνουν ένα χόρτο να μαζέψουν, ένα πορτοκάλι, να ψαρέψουν ένα ψάρι στη θάλασσα και να φτιάξουν ένα πιάτο φαί. Γυναίκες που έχουν σπιτικό, που θέλουν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους καλά, και δεν ξέρουν να ζυμώσουν ένα κομμάτι ψωμί της προκοπής, δεν ξέρουν να πλέξουν ένα πουλόβερ, δεν ξέρουν να ράψουν μια ραφή αν ξηλωθεί, δεν ξέρουν να περιποιηθούν καν μόνες τους τον ευαυτό τους. Αντρες που δεν ταιριάζουν πια στα ανέκδοτα γιατί δεν ξέρουν πως να πιάσουν ένα κατσαβίδι, να επισκευάσουν κάτι που χάλασε, να βάψουν ένα τοίχο που μούχλιασε, να αλλάξουν μια κλειδαριά που έσπασε.
Αχρηστες, δυστυχισμένες μαριονέτες όλοι, απόλυτα εξαρτημένοι από τη πρέζα της ετοιματζίδικης ζωής. Δουλειά από το πρωί ως το βράδυ για να βγάλεις ένα μεροκάματο και να αγοράσεις εκτός από τα απαραίτητα, που δεν έχεις ιδέα πια είναι πλέον, ένα σωρό σκουπίδια που σου πασσάρουν για σημαντικά αποκτήματα. Η μαγεία του καπιταλισμού, η μαγεία των συμμοριών που έπιασαν το νόημα πόσο ανόητο μπορεί να είναι το ανθρώπινο είδος και πόσο εύκολα μπορεί να χειραγωγείται. Η μαγεία του καπιταλισμού που σε παραμυθιάζει πως τάχα είσαι ελεύθερος και ικανός να φθάσεις πολύ ψηλά αν γουστάρεις και να έχεις όλα τα αγαθά που σου φυτεύουν στο κεφάλι σαν πλούτο.
Ανόητα μυαλά με έξυπνα τηλέφωνα. Στραβάδια με πλάσμα τηλεοράσεις. Κουφοί με σύγχρονα συστήματα ήχου. Ανίκανοι να περπατήσουν με λουστραρισμένα αμάξια. Φαγιά σάπια που πληρώνεις ακριβά. Μολυσμένα όλα γύρω σου κι εσύ μεταλλαγμένος σε κατσαρίδα, επιβιώνεις μέσα στο βόθρο της απληστίας. Κοντά στο φραγμένο μυαλό που είναι ανίκανο να σκεφθεί πλέον με την ελάχιστη λογική, φραγμένες και οι αρτηρίες από τα σκατά που καταβροχθίζεις, για να έχεις ακόμα πιο πολύ την ανάγκη τους, άρρωστος, φοβισμένος, ανίκανος να αντιδράσεις.
Το πιο γελοίο από όλα είναι πως εσύ ο καλός νοικοκύρης, ο καλοζωισμένος είσαι τόσο μαλάκας που φαντάζεσαι στο μυαλό σου πως είσαι αυτάρκης. Ονομάζεις αυτάρκεια το γεγονός πως δουλεύεις σαν σκλάβος και ξεκινάς από τη πρώτη του μηνός μέχρι το τέλος να πληρώνεις γαμισιάτικα χωρίς να έχεις γαμίσει κανέναν. Δημόσιες υπηρεσίες, εφορίες, πολεοδομίες, ταμεία, ασφάλειες, συνεργεία, σουπερ μάρκετ, καταστήματα, όλα σε περιμένουν με ανοιχτή αγκαλιά να εξυπηρετήσουν τις φυτευτές ανάγκες σου και να είσαι και ικανοποιημένος πως κάτι έκανες.
Μετά μένεις μόνος την ώρα που οι άλλοι κοιμούνται, και προσπαθείς να καταλάβεις τι δε πάει καλά με το μυαλό σου και δεν νοιώθεις χαρά, ευτυχία, ευδαιμονία. Τι σου λείπει ρε γάμωτο συνέχεια και δεν μπορείς να αισθανθείς στο παράδεισο αλλά συνεχώς είσαι με ένα γαμοσταυρίδι στο στόμα και μια γροθιά έτοιμη να βαρέσει στο τραπέζι. Αναρωτιέσαι αν είσαι ψυχοπαθής και θέλεις να πλακώσεις γενικά στο ξύλο κάποιον, αν είσαι ανίκανος να αγαπήσεις, αν είσαι ανίκανος να νοιώσεις μέσα σου αλήθινή χαρά. Τσακώνεσαι συνέχεια με τα παιδιά σου τη γυναίκα σου, ή πέφτεις σε μια αδράνεια που τα γράφεις όλα στ΄αρχίδια σου και λειτουργείς σαν ρομπότ, σου τη σπάει ο γείτονας, ο συνάδελφος, ο συγγενής και κρύβεσαι πίσω από ένα υποκριτικό χαμόγελο στις γιορτές και στα πανηγύρια.
Είσαι εξάρτημα εσύ της μηχανής τους κι ο γιος σου το ανταλλακτικό, θα είσαι πράγματι άριστος στη δούλεψή τους, γιατί είσαι από άριστο υλικό. Αυτό που σου λείπει αλήθεια? Η οποιαδήποτε ικανότητα να μπορέσεις να επιβιώσεις χωρίς να έχεις ανάγκη την ετοιματζίδικη κατανάλωση. Η απώλεια του να είσαι αυτάρκης. Δεν σε λένε Μήτσο, κανέναν δεν ενδιαφέρει πως σε λένε, είσαι ένα ΑΦΜ, ένα ΑΜΚΑ, ένας αριθμός σε ένα δελτίο ταυτότητας. Τίποτα περισσότερο. Δεν υπάρχεις χωρίς αυτούς τους αριθμούς, δεν μπορείς να αποκτήσεις ΤΙΠΟΤΑ χωρίς να τους έχεις.
Ευτυχισμένοι εκείνοι που έπιασαν ήδη το νόημα και γυρίζουν προς τα πίσω. Εκείνοι που έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια τις τσιμεντένιες πολιτείες με τη μαυρίλα και τη μόλυνση και έπιασαν ξανά την αξίνα. Ευτυχισμένοι εκείνοι που ξεκινάνε σιγά σιγά να πετάνε ότι άχρηστο και να αγκαλιάζουν την απλότητα των ελάχιστον αναγκών επιβίωσης. Που πέταξαν τη τηλεόραση από το παράθυρο, σταμάτησαν να καταναλώνουν σαπίλα και μαθαίνουν να δουλεύουν πάλι το μυαλό τους, τα χέρια τους και τα πόδια τους. Θα την βρουν την άκρη, και θα έχουν μια ελάχιστη ελπίδα για ένα πέταγμα έξω από τα κάγκελα.
Σου λένε πως μπορείς χωρίς αυτοκίνητο και παθαίνεις σοκ μόνο που το ακούς. Σου λένε πως μπορείς να ζήσεις με μια ελάχιστη τροφή και νομίζεις πως σου κάνουν πλάκα. Σου λένε πως θα μπορούσες να ράψεις μόνος σου ένα ρούχο, να φυτέψεις μια ντομάτα, να μαζέψεις λίγες ελιές και νομίζεις πως θα χάσεις το θρόνο του πολιτισμένου ηλίθιου και θα γίνεις άνθρωπος των σπηλαίων.
Δεν υπάρχει άλλη λύση, εσύ που συνεχώς λες σηκώνοντας τους ώμους, μα και τι να κάνουμε. Να ξεγυμνωθείς δυστυχισμένε από όλα τα σκουπίδια που φοράς για ρούχα επάνω στη ψυχή σου. Να συνειδητοποιήσεις τι είναι αυτό που αληθινά είναι απαραίτητο για να ζεις και να καταλάβεις πόσα ουσιαστικά πράγματα χάνεις κυνηγώντας τα άχρηστα. Δεν έχεις άλλη λύση. Κι αν όλοι καταφέρναμε να συνειδητοποιήσουμε και να βάλουμε σε εφαρμογή κάτι τέτοιο, ο σάπιος κόσμος τους θα γκρεμιζόταν. Ναι θα περνάγαμε πολλά ζόρια, θα έκλειναν δουλειές, θα έπεφτε το γαμημένο σύστημά τους πρώτα στα κεφάλια μας καθώς θα γκρεμιζόταν, αλλά πως αλλιώς θα σπάσεις τα δεσμά αν δεν ματώσεις? Πως θα μπορέσει ο παλιός ο κόσμος να ισοπεδωθεί και να ξεκινήσει ένας νέος σε άλλες βάσεις, με άλλα όνειρα, έξω από καλώδια και μαζική αποχαύνωση, αν δεν γυρίσεις το μέσα σου έξω?
Δεν γίνεται. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία. Και η τόλμη τώρα πια δεν είναι να κόψεις κεφάλια, ή τις φλέβες σου. Είναι να αποφασίσεις να ζήσεις έτσι, ώστε να απεγκλωβιστείς πρώτα από τους τυράννους με όποιο τρόπο γίνεται και να τους αφήσεις να πεθάνουν μόνοι τους καθιστώντας τους άχρηστους και μηδαμινούς.