Γράφει ο Γεώργιος Μπουχούτσος
Χθες το πρωί ημέρα Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020 είχα πάει στην Ανατολή για έναν καφέ. Καθόμουν έξω χάριν ενός τσιγάρου, βλέπετε έχω αποφανθεί ότι το πολύ και το καθόλου βλάπτουν το ίδιο.
Εκεί όπως ονειροπολούσα βλέπω έναν κύριο καλοντυμένο, δεν θα ήταν πάνω από τεσσάρων χρόνων, με ένα Tablet στα χέρια του να το επεξεργάζεται ψάχνοντας να βρει αυτό που τον ενδιέφερε.
Σκέφθηκα ότι εμείς στην ηλικία του θα παίζαμε βόλους χωμάτινους χρωματιστούς, ή φαφούρια (κομμάτια από σπασμένα ζωγραφιστά φλιτζάνια ή κανά Βεζίρη τώρα τις απόκριες (κόκαλο από την άρθρωση μικρών αρνιών), άλλες χτίζαμε τα όνειρα μας μέσα στον παχύ μπουχό (σκόνη μέσα στους δρόμους) υπόλοιπα βάρβαρα παιχνίδια, Ταρζάν Γκαούρ στάκαμαν, καθώς και όλα τα πολεμικά παιχνίδια εκείνης της ταραγμένης εμφυλιακής εποχής του 1945.
Αργότερα στα επτά όταν πήγαμε Σχολείο αποκτήσαμε και εμείς ένα Tablet της εποχής, λίγο μεγαλύτερο από τα σημερινά με μαύρη επιφάνεια στην οποία εσύ θα έπρεπε να κάνεις τις εικόνες τις ζωγραφιές, αλλά και τα μαθήματα, πρόσθεση αφαίρεση προπαίδεια και τόσα άλλα. Δεν πάταγες κανένα κουμπί έγραφες με το κονδύλι και έσβηνες με λίγο σάλιο με σπόγγο το μανίκι, παπούτσι με τρύπια σόλα, εξώνυχο ή εξώφτερνο, σκισμένο, με παντελόνι φολκλόρ μπαλωμένο.
Όλες αυτές οι στερήσεις που για εμάς δεν ήταν στερήσεις, ήταν τρόπος ζωής διότι δεν είχαμε ζήσει κάτι καλύτερο, πήραν τη στράτα της νοσταλγίας και συναντιόνται στο σταυροδρόμι της σύγκρισης, της άνεσης της ευημερίας και της τεχνολογίας του σήμερα.
Τελειώνοντας εύχομαι οι νέοι μας να μην έρθουν ποτέ στην οδυνηρή θέση νοσταλγίας του σήμερα από τη θέση κάποιου χειρότερου αύριο, διότι αυτό θα σήμαινε οπισθοδρόμηση, Μεσαίωνα, σκοτάδι.
Ας κρατήσουν πάση θυσία το σήμερα, δημιουργώντας ένα ακόμα καλύτερο αύριο επιταχύνοντας τα βήματα του ανθρώπου προς το ακατάληπτον Θείον!!!