Νίκος Μπογιόπουλος
Έχουν γραφτεί τόσα. Έχουν ειπωθεί ακόμα περισσότερα. Επιτρέψτε μου μια «μαρτυρία» διαφορετική, «προσωπική».
Ήταν χούντα. Εγώ πιτσιρικάς. Θυμάμαι τον πατέρα μου, όσες φορές το κυνηγητό δεν μεταφραζόταν για μας τα παιδιά στο «λείπει σε ταξίδι για δουλειές», στα συναπαντήματα με τους φίλους του (σσ: όσες φορές δεν «έλειπαν σε ταξίδι για δουλειές»…), στον αποχαιρετισμό, μισοχαμογελώντας, μισοσυνωμοτικά, να πετάνε πότε – πότε ο ένας στον άλλον εκείνη τη φράση: «Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου και διάβαζε πολύ». Τι είναι αυτά που λένε, έλεγα από μέσα μου…
Αργότερα έμαθα ότι ήταν μια φράση που τη μοιραζόταν ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο ιστορικός γραμματέας του ΚΚΕ, με τους συντρόφους του. Ήταν η συμβουλή του, ένα παρασύνθημα, για να κρατηθούν όρθιοι στις φυλακές και στις εξορίες. Αλλά πάλι μου φαινόταν παράξενο: Πώς γίνεται να αγαπάς το κελί σου;…
Στην πορεία κατάλαβα (νομίζω). Αυτό που λέγανε (νομίζω) ήταν ότι δεν παραιτείσαι ποτέ. Δεν σκύβεις ποτέ. Δεν συνθηκολογείς. Δεν τα παρατάς. Ποτέ. Παίρνεις δύναμη από ό,τι μπορεί να σου δώσει ζωή. Παίρνεις ζωή από την αγάπη για την ίδια τη ζωή. Από την αγάπη για την ομορφιά και το δίκιο. Από την αγάπη για τους ανθρώπους και τον τόπο σου. Ακόμα κι αν για τον τόπο σου, για την προκοπή του, χρειαστεί να ζεις μέσα στο «κελί» σου. Φροντίζεις το «κελί» σου, δεν το παρατάς, δεν απαρνιέσαι τον αγώνα και το όραμα να ξημερώσει το δίκιο στον τόπο σου. Και κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου για να είσαι παρών και ετοιμοπόλεμος σε αυτό τον αγώνα. Δεν καταθέτεις τα όπλα. Φροντίζεις να συντηρείς τις βιολογικές αντοχές σου, αλλά και τη σπίθα στο μυαλό σου. Αν είναι να γράψεις Ιστορία, να γίνεις μέρος του λαού που θα γράψει τη δική του Ιστορία, πρέπει να σε παίρνουν τα πόδια σου. Και να δουλεύει το μυαλό σου.
Προφανώς και δεν αγαπούσαν ποτέ το κελί με την έννοια που εμείς έχουμε στο μυαλό μας. Αλλιώς δεν θα δραπέτευαν από τα μπουντρούμια ο Μπεζεντάκος, οι 27 των Βούρλων, οι 9 του Συγγρού, οι 8 της Αίγινας κοκ. Αγαπούσαν, ήταν αφοσιωμένοι σε ό,τι τους είχε οδηγήσει στο κελί. Αυτό ήταν το “κελί” τους: Το πάθος τους για την ελευθερία. Και αυτό τους έκανε αλύγιστους. Η στράτευσή τους με την ανώτατη μορφή ελευθερίας: Την κοινωνική απελευθέρωση. Και η απόφασή τους ότι ο αγώνας, όσο δύσκολα κι είναι τα πράγματα, δεν σταματάει. Ποτέ.
Για τις γενιές που ακολούθησαν, για τη δικιά μου γενιά, το κελί έγινε κάπως πιο «ευρύχωρο». Το φαγητό «γρήγορο». Δεν είμαστε η γενιά που μπορεί να δίνει συμβουλές για «κελιά». Ούτε να κάνουμε μαθήματα για τη δύναμη της ψυχής που χρειάζεται για να «καταπιείς» τις σωματικές κακουχίες και την ανάξια πλερωμή που επιφύλαξε η «δημοκρατία» ενάντια στους αγωνιστές για δημοκρατία. Είμαστε, όμως, μια γενιά που την έχουν στριμώξει στα δικά της κελιά. Και το θέμα είναι αύριο, όταν θα βγούμε έξω στην πρότερή μας «ελευθερία», να μην επιτρέψουμε στους κάθε λογής «δεσμοφύλακες» να διοικούν μετατρέποντας την αναποδιά σε ευκαιρία τους, όπως έκαναν με την οικονομική κρίση. Γιατί αύριο – μην έχουμε αμφιβολία – θα μας δουν σαν τα πειραματόζωα που έμαθαν ή ακόμα και «αγάπησαν» να ζουν και να τους φέρονται σαν σε φυλακισμένους – «ελεύθερους».
Γι’ αυτό το χρέος μας, σε άλλες συνθήκες, με άλλες αφορμές – και με πλήρη συναίσθηση των ανίερων συγκρίσεων που θα μας καταντούσαν καταγέλαστους νταουλιέρηδες εκεί που οι καπεταναίοι κρεμούσαν τ’ άρματα – παραμένει ίδιο και ατόφιο. Να σταθούμε όρθιοι. Κι αν θέλουμε να είμαστε άξιοι γιοί των πατεράδων μας, θα κριθούμε, τελικά, από το αν γίνουμε άξιοι πατεράδες για τα παιδιά μας. Αν αξιωθούμε να τους μεταφέρουμε το μήνυμα και μαζί τη φλόγα της αντοχής, της συντροφικότητας, της πειθαρχίας και της απελευθέρωσης κάθε φορά που το «κελί» – όπως τώρα – θα στενεύει.
Υστερόγραφο: Πατέρα – δεν πρόλαβα να στο πω: Είχατε δίκιο: «Αγάπα το κελί σου. Τρώγε το φαΐ σου. Και διάβαζε πολύ»…