Κωνσταντίνα Δελημήτρου
Κομμάτι του προφίλ μας δεν είναι μόνο οι σέλφιζ, οι σπουδές και οι θέσεις εργασίας μας, ούτε μόνο οι φίλοι, ο τόπος κατοικίας και ο κύκλος γνωριμιών μας. Βασικό κομμάτι μας, είναι και αυτά που (δηλώνουμε πως) πιστεύουμε, αυτά που μας αρέσουν και όλα όσα μοιραζόμαστε. Είμαστε οι απόψεις μας, τα post, τα like και οι κοινοποιήσεις μας. Είμαστε αυτά που γράφουμε, από τα κείμενα και τα σχόλιά μας μέχρι τα blog και όλα όσα έχουμε γράψει από τις απαρχές του κόσμου (=του ίντερνετ). Ακόμη κι αν λίγοι τα παρακολουθούν, ή νομίζουμε πως ελάχιστοι τα θυμούνται, όλα τα παραπάνω “χτίζουν” για εμάς ένα συγκεκριμένο προφίλ που για κάποιους είναι αφόρητα δεσμευτικό. Το να γράψεις πως δεν θα ψήφιζες ποτέ κάποιον σαν τον Μητσοτάκη, μπορεί χθες να ήταν περιττό ή προφανές και σήμερα κοινοτυπία, στο μέλλον όμως, ίσως σε ακολουθεί σαν στενό κοστούμι όταν ας πούμε, ο εγγονός του μετά το Χάρβαρντ εννοείται, ψηφιστεί πρόεδρος της Εντελώς Νέας Δημοκρατίας της Γης.
Τα posts μας συνθέτουν σε βάθος χρόνου, ένα είδος προσωπικού μανιφέστου που μας καταναγκάζει σε συγκεκριμένο σετάκι απόψεων. Νιώθουμε όλο και περισσότερο πως οφείλουμε να βαδίζουμε πιστά μέσα στα όρια όσων έχουμε γράψει. Είναι σαν να γράφουμε μόνοι μας τη βίβλο μας και ως σύγχρονοι άγιοι να νιώθουμε πως πρέπει να δώσουμε το παράδειγμα, να την ακολουθούμε κατά γράμμα, να προσέχουμε μη λοξοδρομήσουμε για να συνεχίσουμε να λεγόμαστε σοβαροί ή στην χειρότερη, να γλιτώσουμε το κράξιμο. Όμως πολλοί δυσκολεύονται να ακολουθήσουν όσα γράφουν ανά καιρούς. Από τις καθημερινές ελαφρές κουβέντες μέχρι τις πολιτικές απόψεις, τα κουτσομπολιά μα και τις κοσμοθεωρίες μας, όλα ενδέχεται να μας παρουσιάσουν ως ασυνεπείς, επιπόλαιους ή και παράλογους σε βάθος χρόνου.
Όσοι από εμάς δεν ζήσαμε από πάντα με το ίντερνετ, θυμόμαστε καλά την εποχή που δεν ήξερες και δεν μπορούσες να μάθεις τίποτε απολύτως για τους περισσότερους ανθρώπους. Και αυτό ήταν το φυσιολογικό. Τώρα είναι το αντίθετο. Μπορείς να μάθεις τα πάντα. Και να πεις τα πάντα για τον εαυτό σου. Με ένα ενδιαφέρον twist: για πάντα. Κατά πόσο όμως κάποιος μπορεί να ακολουθήσει αυτόν τον νέο τέλειο ή έστω, συγκεκριμένο εαυτό, τον πλέον δηλωμένο εαυτό για πάντα;
Τα κοινωνικά δίκτυα τα είδαμε σαν παιχνίδι, δοκιμάζαμε απόψεις σαν να δοκιμάζαμε γαλλικές μύτες, αστεία αυτιά και θεληματικά πηγούνια και τώρα πρέπει να ζήσουμε με αυτά, να τα υποστηρίξουμε, να τα κάνουμε κομμάτι του εαυτού μας. Είναι ντροπιαστικό μάλλον να πεις τι βλακείες έλεγα, όχι παιδιά άκυρο. Και αντί αυτού προσπαθείς να χωρέσεις στον νέο σου εαυτό. Κι αυτό είναι από παράξενο έως δύσκολο. Πολιτικές απόψεις, θρησκευτικές, απόψεις για ανθρώπους, ιδέες, αξίες, όλα συγκεκριμένα και φορεμένα. Μέχρι να φας τα μούτρα σου. Φαντάσου δηλαδή, να έγραφες posts όταν ήσουν 18, 25, 35. Φαντάσου τότε να έγραφες ότι είσαι ας πούμε, υπέρ της έκτρωσης και έπειτα να πέρναγες θεολογία και τώρα να είσαι κληρικός. Ή να έγραφες ότι μισείς τους δημόσιους υπαλλήλους και πόσο δεν θα ήθελες ποτέ να δουλεύεις στο ίδιο βρώμικο γραφειάκι για όλη σου τη ζωή και όλα αυτά, λίγο πριν ο μπαμπάς σού ανακοινώσει ότι τελικά τα κατάφερε με εκείνο το μέσον που είχε και σε βόλεψε στην τάδε εφορία. Οκ, κατάλαβες. Όχι, όχι, μισό. Έχω καλύτερο παράδειγμα. Φαντάσου να ξυλοφόρτωναν τον ηλικιωμένο δήμαρχο της Θεσσαλονίκης και εσύ να έγραφες «Μπράβο σε καθέναν ξεχωριστά που έπραξε το καθήκον του σήμερα στη Θεσσαλονίκη. Σεβασμός και χίλια μπράβο σε όλους #Μπουτάρης #ξεφτιλας» και τώρα να δουλεύεις ψυχολόγος σε κλινική και να κρύβεις το επίθετό σου.
Για τους ανυποψίαστους, μια καλή λύση θα ήταν να σβήσουν τα παλιά post και σχόλια, να εξαφανίσουν απόψεις και να στρογγυλέψουν τον εαυτό τους για να χωρέσει σε νέες παρέες, μία θέση εργασίας ή σε κάθε εποχή, ανάλογα με την εκάστοτε κυβέρνηση ή τα νέα συμφέροντά τους και άλλα βαρετά, όμως αυτό θα λειτουργούσε μόνο σε έναν βαθμό, καθώς οι περισσότεροι ξέρουμε πια πως ό,τι δημοσιευτεί online δεν σβήνει ποτέ, χώρια που δεν είναι πια δικό μας. Μα ακόμη κι αν δεν είναι το σατανικό ίντερνετ που μας στοιχειώνει, αρκεί ένας καλοθελητής να κρατήσει ένα screenshot μιας κουβέντας για να γκρεμίσει το νέο γυαλιστερό προφίλ με μια δημοσίευση. Όπως αποδεικνύεται πάντως σε γενικές γραμμές, το να εκφράζει κάποιος γραπτά τις απόψεις του στα κοινωνικά δίκτυα είναι ένα θέμα που κάποια στιγμή θα αντιμετωπίσει και ίσως στενέψει πολύ, διότι δεν ελέγχεται εύκολα. Πλέον μιλάμε για μεγάλο όγκο πληροφορίας και μάλιστα σε εποχές που αλλάζουν και όχι προς το καλύτερο – ενώ για πολλούς, η πληροφορία απλώνεται σε περισσότερες από μία πλατφόρμες.
Ειδικά για τον σχολιασμό και τις αντιπαραθέσεις, περισσότερο οι νεότεροι βλέπω πως ζορίζονται πολύ να χωρέσουν πια στα στενά κοστούμια της καθαρής και ξάστερης άποψης. Ή τουλάχιστον μέχρι να συνειδητοποιήσουν πως μεγάλωσαν, ωρίμασαν, άλλαξαν απόψεις ή το πιο συνηθισμένο, έκαναν μια απλή κουβέντα και παρασύρθηκαν σε πηχτή βλακεία. Κι ενώ αυτό είναι κάτι που σε μια δια ζώσης συζήτηση δεν θα μας το καταλόγιζε ποτέ κανείς, τώρα καταγράφεται για πάντα στο προφίλ μας. Σε μια κουβεντούλα με τον άλλο απέναντί μας, δεν πιστεύουμε πάντα όλα όσα λέμε, οι απόψεις που εκφράζουμε κατά καιρούς δεν είναι απαραίτητα αυτές που στ’ αλήθεια πιστεύουμε, κάποιες είναι για χάριν της κουβέντας, άλλες απλά για να ενθαρρύνουμε τον συνομιλητή μας και άλλες γιατί δεν θέλουμε να αντιπαρατεθούμε. Αν δηλαδή σκεφτώ πόσες φορές έχω κουνήσει το κεφάλι σε ταξιτζή για να γλιτώσω την κουβέντα, σήμερα θα είχα φάει block δια παντός από το Facebook με την ταμπέλα από ναζί μέχρι ακραία ηλιθιότητα.
Όταν λοιπόν αυτό το κάνουμε και online, όταν δηλαδή απλά παρακολουθούμε ή και τρολάρουμε συζητήσεις, όταν συναινούμε γιατί βαριόμαστε ή ψαχνόμαστε μέχρι να κατασταλάξουμε, όταν πατάμε like σε βλακείες απλά χάριν δημοσίων σχέσεων ή το χειρότερο, όταν αλλάζουμε γνώμη δημόσια, όλα αυτά πλάθουν έναν κλώνο που παίρνει σιγά σιγά τη θέση μας. Γνωρίζω αρκετούς ανθρώπους που σε μια υποθετική συζήτηση με τον online εαυτό τους, δεν θα συμφωνούσαν πια καθόλου με αυτόν. Το προφίλ που έχουν δημιουργήσει, το ακολουθούν σχεδόν καταναγκαστικά και ελάχιστα μοιάζει με την πραγματική εικόνα. Οτιδήποτε πουν online γίνεται κομμάτι του εαυτού τους, τον οποίο τώρα πρέπει να προσαρμόσουν στα νέα δεδομένα. Και γίνονται με τον καιρό κάτι άλλο.
Από την άλλη, ακριβώς αυτός ο φόβος, το αν δηλαδή θα χωρά ο εαυτός μας αύριο στα ποστ του χθες, δημιουργεί ανθρώπους- βιτρίνα, που γράφουν σπάνια ή πολύ στρογγυλά -ή μόνο για χαμένα σκυλάκια και γατάκια. Υπάρχουν τέλος και εκείνοι που θέλοντας να δείξουν έναν τέλειο εαυτό, εκτός από σέλφιζ και επιτυχίες, τον ντύνουν με τις πιο δημοφιλείς απόψεις για πράγματα που όμως δεν πίστεψαν ποτέ. Έξυπνο δε λέω, όμως οι δημοφιλείς απόψεις πρέπει να είναι ένα τσικ διαχρονικές αλλιώς τσάμπα κόπος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η εποχή της ακμής της Χρυσής Αυγής, η οποία δεν μπήκε στη Βουλή έτσι, χρειάστηκε τις ψήφους πολλών από εμάς. Στατιστικά, σίγουρα κάποιοι φίλοι μας την ψήφισαν όμως ελάχιστοι από αυτούς βγήκαν ποτέ από την ντουλάπα. Κι αυτοί που βγήκαν, εξαφανίστηκαν δια παντός καθώς δεν μπόρεσαν ποτέ να διαχειριστούν το κράξιμο.
Το ειρωνικό βέβαια είναι πως όλα όσα απαρτίζουν το διαφορετικό, το βελτιωμένο ή ψεύτικο κοινωνικό προφίλ μας στα social media, όλα όσα απαρτίζουν τους ηλεκτρονικούς κλώνους μας έχουν πουληθεί ως πακέτα σε διαφημιστικές. Η προσωποποιημένη διαφήμιση σήμερα προβάλλεται με τις προτιμήσεις μας και με όσα συνθέτουν το προφίλ μας. Διότι οι νέοι αλγόριθμοι λαμβάνουν υπόψη πολλά περισσότερα από όσα νομίζουμε και όχι μόνο ηλικία, τόπο διαμονής και άλλα βαρετά. Περιλαμβάνουν και όσα ψάξαμε, με όσα συμφωνήσαμε, τα petition που υπογράψαμε, εκείνα που απορρίψαμε, τις ειδήσεις που διαβάσαμε, ακόμη και εκείνες που δεν διαβάζουμε ποτέ.
Δεν φτάνει δηλαδή που γράψαμε τον εαυτό μας αλλιώς, καταστρέψαμε και τις διαφημίσεις μας καθώς είμαστε πια καταδικασμένοι να βλέπουμε παντού το νέο iphone, την εκστρατεία του Τσίπρα και προτάσεις για το επόμενο εξωτικό ταξίδι, ενώ ούτε καρτοτηλέφωνο, ο Σύριζα μάλλον είναι παρελθόν για τα καλά κι εμείς δεν έχουμε να πληρώσουμε το νοίκι.
Όσο δεν είμαστε ακόμη Κίνα λοιπόν, και στο ασφαλές πνεύμα του τρολαρίσματος, θα είχα να προτείνω να γράφουμε όλοι περισσότερο, να ψαχνόμαστε περισσότερο, να συζητάμε αληθινά, να νοιαζόμαστε πραγματικά γι’ αυτά που γράφουμε, υπογράφουμε ή πατάμε like. Είτε το σύστημα θα κρασάρει από την υπερπληθώρα και το ανθρώπινο -άρα αλλοπρόσαλλο- της πληροφορίας σταματώντας πια να θεωρεί βάσιμο προϊόν τις προτιμήσεις μας, ή που οι ηλεκτρονικοί μας εαυτοί θα γίνουν πιο αληθινοί από εμάς, λιγότερο σοβαροί και σπουδαίοι και θα μας αποκαλύψουν ότι η αυθεντικότητα νικά την εικόνα για πλάκα anytime.