Η μετατροπή του μουσείου της «Χώρας» στην Κωνσταντινούπολη σε τέμενος (Τζαμί) είναι η δεύτερη μετατροπή, μετά από αυτή της Αγίας Σοφίας, που γίνεται από τον Ερντογάν σε μία πράξη πολιτιστικής βεβήλωσης, στην Κωνσταντινούπολη. Κι ο ναός αυτός λειτουργούσε ως Μουσείο από το 1958.
Εντάσσεται και αυτή η μετατροπή σε ένα γενικότερο πλαίσιο που υπακούει στη Στρατηγική της Τουρκίας, που χαρακτηρίζεται ως “Γεωπολιτική του Ισλαμισμού”, με την ισλαμοποίηση των βυζαντινών ναών.
Ο ναός της «Χώρας» ήταν το καθολικό της Μονής της «Χώρας» που είχε κτισθεί εκτός των τειχών του Μ. Κωνσταντίνου, “εν τη Χώρα”, δηλαδή στην ύπαιθρο, η γεωγραφική θέση της οποίας, κατά μία εκδοχή, έδωσε την ονομασία. Κατά δεύτερη εκδοχή, η ονομασία προκύπτει από την παράσταση σε ψηφιδωτό, όπου η Παρθένος αναγράφεται ως “Χώρα του Αχωρήτου”, δηλαδή Αυτή η οποία δέχθηκε Εκείνον που δεν χωράει πουθενά, τον Χριστό, ή από την ψηφιδωτή παράσταση στο νάρθηκα για τον Χριστό, ως “Χώρα των Ζώντων”. Η κατασκευή των νέων τειχών του Μ. Θεοδοσίου που αύξησε την επιφάνεια της Πόλεως από 700 εκτάρια (7.000 στρέμματα) σε 1.400 εκτάρια (14.000 στρέμματα) το τοποθέτησε εντός των νέων τειχών και κοντά στην πύλη της Ανδριανουπόλεως, νότια του Κερατίου κόλπου και στη σημερινή συνοικία «Εντιρνέ Καπίσι» (πύλη της Ανδριανουπόλεως).
Ο αρχικός ναός, κατά την παράδοση, κτίστηκε τον 6ο μ.Χ. αιώνα από τον Άγιο Θεόδωρο, χωρίς να έχουν διασωθεί υπολείμματα του. Γίνεται αποδεκτό ότι στην ίδια θέση ένας νέος ναός κατασκευάσθηκε στο διάστημα 1077-81 από την πεθερά του Αλεξίου Α’ Κομνηνού, τη Μαρία Δούκαινα. Στη συνέχεια ο Θεόδωρος Μετοχίτης (Μέγας Λογοθέτης), φημισμένος λόγιος, συνέβαλλε στην τελική διαμόρφωση (1316-21) επεκτείνοντας τον με την κατασκευή του εξωνάρθηκα, του νοτίου παρεκκλησίου, του υπερώου πάνω από το βόρειο κλίτος και τον εσωτερικό διάκοσμο του ναού που περιλάμβανε μοναδικά ψηφιδωτά και τοιχογραφίες. Τα ψηφιδωτά και το εικονογραφικό πρόγραμμα που έχουν εφαρμόσει αποτελούν έκφραση του οικουμενικού πνεύματος της πίστεως, αξεπέραστου ποιοτικού επιπέδου και απαρχή του αναγεννησιακού πολιτισμού.
Η μετατροπή του ναού σε τέμενος (Τζαμί) έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄ (1431-1512) από τον μέγα βεζίρη Ατίκ Αλή Πασά και έμεινε γνωστό ως Καριγιέ Τζαμί (Kariye Camii). Την εποχή αυτή μετετράπησαν 10 ναοί σε τζαμιά, ενώ είχαν προηγηθεί 16 από τον Μωάμεθ Β’. Μεγάλο μέρος των ψηφιδωτών διατηρήθηκε και μετά την μετατροπή. Το κτήριο ανακαινίστηκε απο τον αρχιτέκτονα Ismail Halife το 1766, διατηρώντας το διάκοσμο.
Τα ψηφιδωτά και οι νωπογραφίες αποκαλύφθησαν ολοκληρωτικά και καθαρίστηκαν στο διάστημα (1948-1959) από το Βυζαντινό Ινστιτούτο Αμερικής και το Dumbarton Oaks του Harvard με πολλές δυσκολίες.
Ο ναός τυπολογικά ανήκει στον τύπο της τρουλαίας βασιλική, της οποίας η αρχική φάση, μετά από επέμβαση λόγω σεισμικών δράσεων, συμπληρώθηκε με τη κεντρική αψίδα, η οποία εξωτερικά ήταν πεντάπλευρη και εσωτερικά ημικυκλική μαζί με δύο εκατέρωθεν διαμερίσματα, την πρόθεση αριστερά και το διακονικό δεξιά, και με τέσσερις ογκώδεις γωνιακούς πεσσούς να αντικαθιστούν τα στηρίγματα του τρούλου. Ομοίως, κατά την ανακαίνιση του Μετοχίτη, διατηρώντας τον πυρήνα του ναού ξαναχτίστηκε ο εσωνάρθηκας με τον τρούλο του, ο οποίος επεκτάθηκε με τον εξωνάρθηκα και με το νότιο τρουλαίο ταφικό παρεκκλήσιο.
Έχει εμβαδόν 742,50 τ.μ., διαθέτει συνολικά 6 τρούλους και ξεχωρίζει για το κάλλος του, που διαμορφώνεται εξωτερικά από τον κεραμοπλαστικό διάκοσμο στις όψεις και εσωτερικά από την ορθομαρμάρωση, τα ιδιόμορφα κιονόκρανα, το γλυπτό διάκοσμο, θαυμάσιες νωπογραφίες και αριστουργηματικά μωσαϊκά. Εκείνο που καθιστά ιδιαίτερο το ναό, όπως και πολλά βυζαντινά μνημεία, είναι ο κοινός και ολοκληρωμένος σχεδιασμός της αρχιτεκτονικής μορφής με τη διακόσμηση, η συνύπαρξη της αρχιτεκτονικής με τις τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά, ως μία ολοκληρωμένη ενότητα γνωστή και σχεδιασμένη από την αρχή. Η μετατροπή του Μουσείου σε Τζαμί από τον Ερντογάν, αλλοιώνει τελείως το χαρακτήρα του μνημείου με την κάλυψη και απόκρυψη των ψηφιδωτών, που είναι το συστατικό στοιχείο του ναού και έτσι αδυνατεί να προσφέρει τη συνολική εικόνα του τρισδιάστατου έργου και το ιερό περιεχόμενο του.
Και η μετατροπή αυτή, του αρχικού ναού και μεταγενέστερου Μουσείου, είναι μέρος ενός σχεδιασμού μελετημένων παρεμβάσεων από τους Τούρκους. Η Αγία Σοφία είναι η αρχή και το κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η μονή της «Χώρας» το τέλος. Να σημειωθεί ότι ο ναός της “Χώρας” δεν ήταν κεντρικός, ούτε είχε σχέση με την πολιτική εξουσία, ούτε είχαν συμβεί μέσα σε αυτόν πολιτικά γεγονότα, ούτε ήταν συνδεδεμένος με θρησκευτικά δρώμενα. Έτσι, με την κίνηση αυτή ο Ερντογάν θέλει να ξεπεράσει το Χριστιανισμό και το Βυζάντιο, στρέφοντας πλέον το λαό του μακριά από την Ευρώπη, κλείνοντας τελείως τις πόρτες στην πολύ περιορισμένη πολυπολιτισμικότητα της Τουρκικής κοινωνίας και διαγράφοντας κάθετι που δεν είναι ισλαμικό, ισοπεδώνοντας και βεβηλώνοντας πολιτιστικά χριστιανικά μνημεία, στοχεύοντας στην παγκόσμια παρουσία της Τουρκίας ως εκπρόσωπος του ισλαμικού κόσμου.
Απώτερος στόχος είναι η αναθεώρηση της ιστορίας και η μετατροπή της Κωνσταντινουπόλεως, της ανοικτής και ανεκτικής Μητροπόλεως, σε ιερή πόλη των μουσουλμάνων, περιορίζοντας τον ιστορικό ρόλο της ως κέντρο της “πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ορθοδοξίας”, προσπαθώντας να ξεπεράσει τη δόξα, το μεγαλείο και την αίγλη της Πρωτόθρονης των Χριστιανών, της Βασιλεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και να αναβιώσει την Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα δυνατού και μεγάλου τουρκικού κράτους, εφαρμόζοντας την αναφορά του γράμματος του Μωάμεθ Β’ στον Δόγη Μοτσενίγο το 1480, «Σουλτάνος, Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ασίας, Ευρώπης και των εξής».
Είναι λοιπόν η μετατροπή, όχι μια στιγμιαία κίνηση του Ερντογάν, αλλά εντάσσεται σε μια πλέον αναθεωρητική οθωμανική Στρατηγική που ακολουθεί η Τουρκία, η οποία μέσω της επιθετικότητας και της ορμής που της εξασφαλίζουν τα ενεργά, διάχυτα και ισχυρά ρεύματα οθωμανισμού που υπάρχουν στη χώρα, προσπαθεί να επιβληθεί. Και ενώ από τη μεριά της Τουρκίας βλέπουμε μια ολομέτωπη επίθεση στην πατρίδα μας, σε κάθε τι που δεν είναι ισλαμικό, που δεν συνάδει και δεν συμφωνεί με τους στόχους της για την αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από τη μεριά της Ελλάδας παρατηρείται ένα φοβικό και ενδοτικό σύνδρομο που κατέχει την Κυβέρνηση, τον κ. Πρωθυπουργό, την πολιτική και την πολιτειακή εξουσία. Και συμπληρώνεται το σύνδρομο από μία παθητική και αντιφατική στάση, όσον αφορά την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων και την απώλεια εθνικής κυριαρχίας, εγκλωβισμένη η χώρα στην προσωπική πολιτική του κ. Μητσοτάκη, παρακολουθώντας ως θεατής και αναμένοντας το θαύμα.
Και έπρεπε διαχρονικά, μεταξύ των πολλών πολιτικών που θα εφάρμοζε το Ελληνικό κράτος-έθνος, να είναι η αναγνώριση και η αξιοποίηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο πλαίσιο της “Γεωπολιτικής της Ορθοδοξίας”, ως ενεργού παράγοντα στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της πατρίδας μας, χωρίς να συγχέεται η θρησκευτική με την κοσμική αντίληψη. Εξάλλου, οι χώρες του γεωπολιτικού περιβάλλοντος της πατρίδας μας έχουν κοινή θρησκευτική – βυζαντινή παράδοση με εμάς, την οποία πρέπει να προβάλουμε,να διατηρήσουμε, να ενισχύσουμε και να δώσουμε το νέο καθοριστικό ρόλο της με διαρκή εφαρμογή. Ρόλος δύσκολος, που μπορεί να συνενώσει αντίστοιχες Χριστιανικές Εκκλησίες σε κοινές στάσεις και θέσεις έναντι της Τουρκίας και του Ισλάμ και μεταξύ αυτών, αρχικά, η κοινή και ισχυρή καταδίκη της Τουρκίας για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας σε Τζαμιά. Και δεν πρέπει να διαφεύγει σε κανένα πολίτη του κόσμου ότι οι ναοί αυτοί, τα καλιστεύματα της Βυζαντινής Αρχιτεκτονικής, ήταν Δημιουργίες, Δαιδάλματα Ανθρώπων Χριστιανών εμπνευσμένων από την “Θεία Χάρη”, που αποτελούσαν εκφράσεις της συνάντησης της Ιστορίας και της πνευματικής ανάτασης των πιστών.
Δρ. Απόστολος Ε. Παπαφωτίου
Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Οικονομολόγος Ε.Κ.Π.Α.