του Βασίλη Τζήμα
Ο Ντόναλντ Τραμπ ενθαρρύνει την τουρκική επιθετικότητα, ενώ ο Μπάιντεν έχει αποδείξει ότι τάσσεται στο πλευρό της Ελλάδας
Στις 3 Νοεμβρίου οι Αμερικανοί πολίτες θα αποφασίσουν για τον επόμενο Πρόεδρο τους. Είναι μία εκλογική αναμέτρηση κρίσιμη όχι μόνο για το μέλλον των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και για το μέλλον της Ελλάδας. Μόνο μία νίκη του Τζο Μπάιντεν μπορεί να διασφαλίσει τα συμφέροντα της χώρας έναντι της Τουρκίας του Ερντογάν, που έχει εξελιχθεί σε μία επικίνδυνη απειλή για την Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή με την ενθάρρυνση του Ντόναλντ Τραμπ.
Οι Αμερικανοί πολίτες γνωρίζουν πλέον ποιος είναι πραγματικά ο Ντόναλντ Τραμπ. Βλέπουν εδώ και τέσσερα χρόνια ένα Πρόεδρο, που ίσως να μην είχε εκλεγεί αν δεν είχε την αθέμιτη υποστήριξη μιας εχθρικής δύναμης, της Ρωσίας, να δείχνει περιφρόνηση στους θεσμούς που αποτελούν τους πυλώνες της Δημοκρατίας στην Αμερική και να τους υπονομεύει ανοικτά, να υιοθετεί ένα αυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης, να μειώνει το διεθνές κύρος και την επιρροή της χώρας στις παγκόσμιες υποθέσεις, αλλά και να διαχειρίζεται με καταστροφικό τρόπο μία επικίνδυνη πανδημία, επιτρέποντας να χαθούν χιλιάδες ζωές. επειδή πίστευε ότι θα διακινδύνευε την επανεκλογή του εάν υιοθετούσε τις εισηγήσεις των επιστημόνων για μέτρα ανάσχεσης της πανδημίας.
Για τους Αμερικανούς πολίτες ελληνικής καταγωγής όμως, οι οποίοι σε αρκετά υψηλό ποσοστό υποστήριξαν τον Τραμπ στις εκλογές του 2016, υπάρχει ένας επιπλέον σοβαρός λόγος για να επιθυμούν σε αυτές τις εκλογές μία καθαρή νίκη του Τζο Μπάιντεν: Μόνο ο δημοκρατικός υποψήφιος μπορεί να διαφυλάξει τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας, ενώ ο Τραμπ έχει αποδείξει ότι δεν ανέχεται απλώς την επιθετικότητα του καθεστώτος Ερντογάν, αλλά είναι ο κυριότερος διεθνής παράγοντας που την ενθαρρύνει. Μία δεύτερη τετραετία του Τραμπ στον Λευκό Οίκο είναι σαφές σήμερα ότι αποτελεί για την Ελλάδα και τον ελληνισμό ένα πραγματικό και άμεσο κίνδυνο.
Έχει σημασία να γίνει αντιληπτό ότι ο σημερινός ένοικος του Λευκού Οίκου δεν ανέχεται απλώς την επιθετικότητα του Ερντογάν επειδή, σύμφωνα με μία απλουστευτική εκδοχή, ο Τούρκος πρόεδρος είναι ένας αυταρχικός ηγέτης αρεστός σε έναν άλλο αυταρχικό ηγέτη, ή επειδή ο Ερντογάν έχει βρει ένα τρόπο να κολακεύει το υπερφίαλο εγώ του Τραμπ και να εξασφαλίζει την εύνοια του.
Υπάρχουν πλέον πολλές ενδείξεις και μαρτυρίες, ακόμη και από τον πρώην Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, Τζον Μπόλτον, που επιβεβαιώνουν ότι ο Τραμπ και ο Ερντογάν συνδέονται με προσωπικές και οικονομικές σχέσεις αθέμιτες για έναν Αμερικανό πρόεδρο:
Τα οικονομικά συμφέροντα του Τραμπ στην Κωνσταντινούπολη, με τον ουρανοξύστη ιδιοκτησίας μεγάλου Τούρκου επιχειρηματία που φέρει το όνομα του σημερινού προέδρου, η δαπανηρή εκστρατεία lobbying που άρχισε η Άγκυρα αμέσως μόλις εξελέγη ο Τραμπ, ξοδεύοντας εκατομμύρια για να επηρεάσει πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος και να αποκτήσει απευθείας τηλεφωνική γραμμή ο Ερντογάν προς τον Τραμπ, οι φήμες περί υποσχέσεων από το καθεστώς Ερντογάν ότι θα προσκομίσει στον Τραμπ στοιχεία για την επιχειρηματική δραστηριότητα του γιου του Μπάιντεν, Χάντερ, στην Ουκρανία, η αθέμιτη συνδιαλλαγή των δύο ηγετών με υποσχέσεις παρέμβασης στην αμερικανική Δικαιοσύνη για να απαλλαγεί από βαρύτατες κατηγορίες η τουρκική κρατική τράπεζα Halkbank (άραγε, με ποια ανταλλάγματα από τον Ερντογάν;) δείχνουν ότι δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη σχέση μεταξύ δύο ηγετών.
Αυτή η ιδιότυπη και εν πολλοίς ύποπτη σχέση των δύο προέδρων, σε συνδυασμό με τηναλλοπρόσαλλη φιλοσοφία εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ, έκανε τον Αμερικανό πρόεδρο να «ανάψει πράσινο» σε όλες τις επιθετικές, επεκτατικές πρωτοβουλίες του τουρκικού καθεστώτος, από την εισβολή στη Συρία κατά των Κούρδων συμμάχων στον πόλεμο κατά του ISIS, μέχρι τις προκλήσεις κατά της Ελλάδας που έχουν φέρει τις δύο χώρες κοντά σε θερμό επεισόδιο. Ακόμη και η αγορά ρωσικών πυραύλων S-400,μια κατ’ εξοχήν εχθρική ενέργεια προς το NATO, έχει μείνει ατιμώρητη από την Ουάσιγκτον με ευθύνη του Τραμπ, παρά το γεγονός ότι έχει εγκριθεί από το Κογκρέσο με μεγάλη πλειοψηφία νόμος για την επιβολή αυστηρών κυρώσεων στις χώρες που προχωρούν σε μεγάλης αξίας στρατιωτικές προμήθειες από τη Ρωσία.
Το πλέον επικίνδυνο για τα ελληνικά συμφέροντα σε περίπτωση επανεκλογής Τραμπ είναι ότι ο σημερινός Πρόεδρος, ασκώντας μια εσωστρεφή εξωτερική πολιτική και αμφισβητώντας την αξία της Ατλαντικής Συμμαχίας, αποφεύγει να ασκήσει τον παρεμβατικό ρόλο που έχει εκ του αξιώματός του για να σταματήσει της συνεχείς και ολοένα πιο επικίνδυνες προκλήσεις της Τουρκίας και να επαναφέρει τη σταθερότητα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του NATO, όπως έχουν κάνει κατ’ επανάληψη Αμερικανοί Πρόεδροι, με κορυφαία περίπτωση την παρέμβαση του Μπιλ Κλίντον στην κρίση των Ιμίων. Η συνέχιση τέτοιας πολιτικής για μια επιπλέον τετραετία θα δημιουργούσε πρωτοφανείς κινδύνους για τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας,αφού ο Ερντογάν ουσιαστικά ενθαρρύνεται να αμφισβητήσει ακόμη και με τη βία την εθνική κυριαρχία και τα δικαιώματα της Ελλάδας που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και τις συνθήκες.
Όταν συνάντησε τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ πήρε με αρκετά σαφή τρόπο θέση υπέρ της Τουρκίας. Στη δήλωση Μητσοτάκη ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη υπερασπισθεί την κυριαρχία και τα δικαιώματά της απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, το μόνο που βρήκε να απαντήσει ο Τραμπ ήταν: «Και αν χάσετε»; Ο πρωθυπουργός απάντησε: «Δεν θα χάσουμε, θα νικήσουμε». Όμως, το μήνυμα αυτής της απλής ερώτησης ήταν ότι ο Λευκός Οίκος του Τραμπ δεν σκοπεύει να αναλάβει δράση για την ανάσχεση της τουρκικής επιθετικότητας και εμμέσως πλην σαφώς υπέδειξε στην Ελλάδα να αποδεχθεί αξιώσεις της Τουρκίας για να αποφύγει μια στρατιωτική ήττα.
Εξάλλου, ο Τραμπ, με τη στάση του στην απόφαση Ερντογάν για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί ότι προς χάριν της ειδικής σχέσης με τον Τούρκο ηγέτηαναγνώρισε το δικαίωμα της Άγκυρας να μετατρέψει σε ισλαμικό τέμενος ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του Χριστιανισμού. Όλα αυτά, ενώ εμφανίζεται ως δήθεν ευαίσθητος σε θέματα θρησκευτικών ελευθεριών και ως πιστός υποστηρικτής της αμερικανικής θρησκευτικής Δεξιάς, φθάνοντας στο σημείο να απειλήσει την Τουρκία με κυρώσεις για την απελευθέρωση του πάστορα Μπράνσον. Για την απελευθέρωση Μπράνσον, ο Τραμπ απείλησε να καταστρέψει την τουρκική οικονομία, αλλά έμεινε ύποπτα σιωπηλός μπροστά στη βεβήλωση ενός μοναδικού χριστιανικού μνημείου.
Ο Μπάιντεν στο πλευρό της Ελλάδας
Αντίθετα, ο Τζο Μπάιντεν, ένας πολιτικός άνδρας αδιαμφισβήτητου ήθους και ικανοτήτων, όπως επιβεβαιώνει η επί δεκαετίες πορεία του στην Ουάσιγκτον, από τη Γερουσία ως τη θέση αντιπροέδρου του Μπαράκ Ομπάμα, έχει καθαρές θέσεις στην εξωτερική πολιτική, τις οποίες υποστηρίζει με συνέπεια από την εποχή της θητείας του στη θέση του αντιπροέδρου, γι’ αυτό και δεν είναι αρεστός στην Άγκυρα. Έχει προειδοποιήσει κατ’ επανάληψη για τους κινδύνους που δημιουργεί η επιθετική πολιτική του αυταρχικού καθεστώτος Ερντογάν και έχει στηρίξει χωρίς ενδοιασμούς τις δίκαιες θέσεις της Ελλάδας.
Πριν από λίγες ημέρες, ο Μπάιντεν ξεκαθάρισε με τον πιο σαφή τρόπο στην ελληνοαμερικανική κοινότητα τις θέσεις του για τα θέματα ενδιαφέροντος της Ελλάδας, υπογραμμίζοντας ότι ο ίδιος, σε αντίθεση με τον πρόεδρο Τραμπ, «θα αντιδράσει στην τουρκική συμπεριφορά που παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο ή τις συμμαχικές δεσμεύσεις της στο ΝΑΤΟ, όπως οι τουρκικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου».
Μεταξύ άλλων, στο κείμενο που δημοσιοποίησε το επιτελείο του Τζο Μπάιντεν, με θέμα «Το όραμα του Τζο Μπάιντεν για τους Ελληνοαμερικανούς και τις σχέσεις ΗΠΑ-Ελλάδας», τονίζεται ότι «καθ’ όλη τη διάρκεια των πολλών ετών του στη δημόσια ζωή, ο Τζο Μπάιντεν έχει να επιδείξει μια μακροχρόνια ανάμειξη σε σημαντικά θέματα για τους Ελληνοαμερικανούς και υποστήριξη της ενίσχυσης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Για πολλές δεκαετίες, έχει εργαστεί προσωπικά με τους Έλληνες ηγέτες με στόχο την ενίσχυση της συμμαχίας. Ως πρόεδρος, ο Τζο Μπάιντεν θα δεσμευθεί για έναν ισχυρό διάλογο τόσο με την ηγεσία της ελληνοαμερικανικής κοινότητας, όσο και με την ηγεσία της Ελλάδας για τη διατήρηση του δεσμού μεταξύ των χωρών μας».
Ο Μπάιντεν ρητά δεσμεύεται ότι θα συνεργασθεί με την Ελλάδα για την προώθηση της σταθερότητας στην ανατολική Μεσόγειο, ότι θα εργασθεί διπλωματικά για τη λύση του Κυπριακού και ότι θα συνεχίσει να είναι μια ισχυρή φωνή για τη θρησκευτική ελευθερία παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Αν κάποιος ισχυρισθεί ότι όλα αυτά είναι συνήθεις προεκλογικές υποσχέσεις, τα όσα έχει ήδη κάνει ο Μπάιντεν υπέρ της Ελλάδας είναι ο καλύτερος μάρτυρας για τις αληθινές του προθέσεις. Ως αντιπρόεδρος υποστήριξε την Ελλάδα στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, έχει αντιταχθεί στην τουρκική κατοχή της βόρειας Κύπρου και το 2014 έγινε ο πρώτος εν ενεργεία αντιπρόεδρος των ΗΠΑ που επισκέφθηκε την Κύπρο, ενώ ηγήθηκε της διπλωματικής εμπλοκής του Λευκού Οίκου στο Κυπριακό. Πρόσφατα κάλεσε την κυβέρνηση Τραμπ να πιέσει την Τουρκία να αποφύγει περαιτέρω προκλητικές ενέργειες στην περιοχή εναντίον της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων των απειλών βίας. Επιπλέον, έχει υπάρξει εδώ και πολλά χρόνια ισχυρός υποστηρικτής του Οικουμενικού Πατριαρχείου και έχει καλέσει την Τουρκία να επιτρέψει την επανέναρξη της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής στη Χάλκη, ενώ επέκρινε την πρόσφατη απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.
Το 2016, πολλοί ήταν οι Ελληνοαμερικανοί που παρασύρθηκαν από τον Τραμπ και υποστήριξαν έναν υποψήφιο που ήταν τότε ένα άγνωστο μέγεθος στην πολιτική. Σήμερα, όμως, δεν υπάρχει πλέον η παραμικρή αμφιβολία ότι ο Τραμπ εργάζεται υπέρ των τουρκικών συμφερόντων και εναντίον της Ελλάδας. Κάθε Ελληνοαμερικανός με δικαίωμα ψήφου θα πρέπει να αναγνωρίσει αυτή την πραγματικότητα και να υποστηρίξει σε αυτές τις εκλογές τον Τζο Μπάιντεν. Η νίκη του πολιτικού που διαχρονικά υπερασπίζεται τα ελληνικά δίκαια θα αποδειχθεί ότι έχει καθοριστική σημασία για το μέλλον της Ελλάδας και του Ελληνισμού.
Από το sofokleousin.gr