Σαν σήμερα, 16 Απριλίου 1844, γεννήθηκε στο Παρίσι ο Γάλλος μυθιστοριογράφος και κριτικός Ανατόλ Φρανς (πραγματικό όνομα François Anatole Thibault). Πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1921. Διαβάστε ένα μικρό απόσπασμα από το υπέροχο βιβλίο του “Το έγκλημα του Σιλβέστρου Μπονάρ”
ΠΑΕΙ ΚΑΙΡΟΣ που είμαι γέρος. Πέρυσι, ένας συνάδελφός μου του Ινστιτούτου παραπονιόταν μια μέρα μπροστά μου για τις κακουχίες που φέρνουν τα γεράματα. «Είναι ο μόνος τρόπος που βρήκαμε ως τώρα για να ζει κανείς πολλά χρόνια», του απάντησε ο Σεντ-Μπεβ. Αυτό τον τρόπο διάλεξα κι εγώ και ξέρω τι αξίζει.
Το κακό δεν είναι να ζεις πολλά χρόνια, μα να βλέπεις όλους γύρω σου να χάνονται. Μητέρα, γυναίκα, φίλους, παιδιά. Η φύση φέρνει τους θείους αυτούς θησαυρούς και τους παίρνει πίσω με αιώνια αδιαφορία· μόνο στο τέλος καταλαβαίνουμε πως δεν αγαπήσαμε, δεν αγκαλιάσαμε παρά σκιές. Μα είναι σκιές τόσο γοητευτικές!
Μια τέτοια σκιά πέρασε κι από κοντά μου: ήταν η κοπέλα που αγάπησα, όταν (απίστευτο μου φαίνεται σήμερα) ήμουν κι εγώ ένα νέο παιδί. Κι η θύμηση εκείνης της σκιάς είναι ακόμα για μένα η μόνη αλήθεια στη ζωή.
Η σαρκοφάγος κάποιου χριστιανού στις κατακόμβες της Ρώμης έχει γραμμένη πάνω της τούτη την κατάρα, που με τον καιρό κατάλαβα το τρομακτικό της νόημα: «Αν ποτέ βρεθεί ένας ασεβής να παραβιάσει αυτό τον τάφο, ας πεθάνει τελευταίος από τους δικούς του!» Σαν αρχαιολόγος που είμαι, άνοιξα τάφους, ανακάτεψα χώματα, για να βρω μετάλλινα στολίδια, λειωμένα υφάσματα και πολύτιμα πετράδια.
Το έκανα από επιστημονικό ενδιαφέρον, μα δεν μου έλειπε ούτε ο σεβασμός, ούτε και η ευλάβεια. Μακριά από μένα λοιπόν η κατάρα αυτή, που χάραξε, πάνω στον τάφο του χριστιανού μάρτυρα, ένας από τους πρώτους μαθητές των Αποστόλων! Μα γιατί να πέσει πάνω μου τέτοια κατάρα; Δεν φοβάμαι να ζήσω πιο πολύ από τους δικούς μου: πάντα θα βρεις κάποιον ν’ αγαπήσεις, όσο υπάρχουν άνθρωποι σε τούτο τον κόσμο.
Αλίμονο! Η δύναμη ν’ αγαπάς εξασθενεί και χάνεται σιγά-σιγά. Το ίδιο γίνεται και με τις άλλες μας δυνάμεις. Το βλέπω γύρω μου κάθε μέρα κι αυτό είναι που με τρομάζει. Μπορώ να είμαι βέβαιος πως δεν έχω πάθει κι εγώ την ίδια συμφορά; Μα είχα την καλή τύχη να βρω στον δρόμο μου αυτό που με ξανάνιωσε. Όλοι οι ποιητές μιλούν για την πηγή της νιότης· και στ’ αλήθεια υπάρχει. Είναι κάτω από τη γη και ξεπηδάει στο κάθε βήμα μας. Και, μ’ όλα αυτά, περνάς χωρίς να πιείς!
Τώρα που συνάντησα την εγγονή της Κλημεντίνης, η ζωή μου που ήταν άδεια, ξαναβρήκε το νόημά της.
Σήμερα «γεύομαι τον ήλιο» όπως λένε στην Προβηγκία: τον γεύομαι μέσα στον Κήπο του Λουξεμβούργου, δίπλα στο άγαλμα της Μαργαρίτας της Ναβάρας. Είναι ήλιος ανοιξιάτικος, ζαλιστικός, σαν δυνατό κρασί. Κάθομαι και στοχάζομαι. Οι σκέψεις μου είναι ελαφριές σαν τον αφρό, ξεπηδούν και πετούν εδώ κι εκεί σαν σπίθες, κι αυτό με διασκεδάζει. Ονειροπολώ· αυτό επιτρέπεται, φαντάζομαι, σε κάποιον που έχει δημοσιεύσει τριάντα τόμους από κείμενα παλιά και συνεργάστηκε είκοσι έξι χρόνια στην Εφημερίδα των λογίων.
Είναι για μένα μεγάλη ικανοποίηση που τελείωσε το έργο μου, όσο καλύτερα μπορούσα, με τα περιορισμένα χαρίσματα που μου έδωσε η φύση. Η προσπάθειά μου δεν ήταν μάταιη και βοήθησα –έστω και λίγο– στην αναγέννηση των ιστορικών ερευνών, που θα μείνει για πάντα η δόξα του ανήσυχου αιώνα μας. Σίγουρα θα με θεωρήσουν κι εμένα έναν από τους δέκα ή δώδεκα επιστήμονες που αποκάλυψαν στη Γαλλία την αρχαία φιλολογία της. Εργάστηκα με μια καινούργια μέθοδο, που άφησε εποχή, για να εκδώσω το ποιητικό έργο του Γκοτιέ ντε Κουανσί. Τώρα που έφτασα στα αυστηρά και γαλήνια γεράματα, νιώθω άξιος να δώσω στον εαυτό μου τον έπαινο τούτο, κι ο Θεός που με ακούει, ξέρει πολύ καλά πως το κάνω χωρίς περηφάνια και ματαιοδοξία.
Μα έχω κουραστεί, τα μάτια μου θολώνουν, τα χέρια μου τρέμουν, κι είμαι σαν τους γέρους του Ομήρου, που η αδυναμία τούς κρατούσε μακριά από τις μάχες, μα κάθονταν στα τείχη τραγουδώντας σαν τους τζίτζικες μέσα στα φυλλώματα των δέντρων.
Αυτό τον δρόμο είχαν πάρει οι σκέψεις μου, όταν τρεις νεαροί κάθισαν με φασαρία πλάι μου. Δεν ξέρω αν ο καθένας ήρθε με «τρία καράβια» όπως ο πίθηκος το Λαφοντέν, μα εκείνο που ξέρω είναι πως οι τρεις τους έπιασαν δώδεκα καρέκλες. Τους κοίταζα μ’ ευχαρίστηση, όχι γιατί είχαν τίποτα το εξαιρετικό, μα επειδή ήταν ζωηροί και χαρούμενοι, όπως είναι φυσικό στους νέους. Ήταν φοιτητές. Το κατάλαβα όχι τόσο από τα βιβλία που κρατούσαν, μα από το ύφος τους.
Γιατί όσοι καταγίνονται με τα γράμματα, αναγνωρίζονται εύκολα, έχουν κάτι το κοινό. Αγαπώ τα νιάτα, και τα παιδιά αυτά μου άρεσαν, παρ’ όλο τον προκλητικό κι αγριωπό τους τρόπο, γιατί μου θύμισαν την εποχή που σπούδαζα κι εγώ. Δεν είχαν όμως, σαν κι εμάς, μακριά μαλλιά και βελούδινα γιλέκα – δεν περπατούσαν, σαν κι εμάς, με κατεβασμένο το κεφάλι· δεν φώναζαν, σαν κι εμάς «Κόλαση και κατάρα»! Ήταν ντυμένοι με ευπρέπεια και τίποτα στο ντύσιμο και στην ομιλία τους δεν θύμιζε Μεσαίωνα. Πρέπει ακόμα να πω πως παρακολουθούσαν τις γυναίκες που περνούσαν, και κάπου-κάπου μιλούσαν αρκετά ανοιχτά γι’ αυτές· όχι όμως και σε βαθμό που θα με ανάγκαζε να φύγω. Άλλωστε, όταν τα νιάτα είναι μελετηρά, επιτρέπεται, θαρρώ, να ’ναι και χαρούμενα.
Όταν ο ένας τους είπε δεν ξέρω ποιο αστείο σχετικά με τον έρωτα:
«Πώς τολμάς;» τον ρώτησε με τη χαρακτηριστική προφορά του της Γασκώνης ο πιο κοντός, ο πιο μελαχρινός από τους τρεις. «Εμείς οι φυσιολόγοι πρέπει ν’ ασχολούμαστε με τη ζωντανή ύλη. Εσύ κι οι συνάδελφοί σου, Ζελίς, που είστε παλαιογράφοι και χωμένοι μέσα στα αρχεία, δεν ζείτε παρά στα περασμένα, και δεν σας επιτρέπεται παρά ν’ ασχολείστε μόνο με τούτες τις πέτρινες γυναίκες που είναι σύγχρονές σας».
Και του έδειχνε τα άσπρα αγάλματα που παριστάνουν τις κυρίες της αρχαίας Γαλλίας, και είναι στημένα ένα γύρω κάτω από τα δέντρα. Όταν άκουσα αυτή την παρατήρηση, κατάλαβα πως αυτός που τον λέγανε Ζελίς ήταν φοιτητής στην Παλαιογραφική Σχολή. Από τη συνομιλία τους κατάλαβα πως ο τρίτος, ξανθός και χλομός, σιωπηλός και σαρκαστικός, λεγόταν Μπουλμιέ και φοιτούσε στην ίδια σχολή.
Ο Ζελίς κι ο μέλλων γιατρός (εύχομαι να το πετύχει κάποια μέρα) φλυαρούσαν έξυπνα και ζωηρά. Αφού έφτασαν στις πιο ψηλές φιλοσοφικές θεωρίες, άρχισαν να παίζουν με τις λέξεις και να λένε τις ανοησίες που συνηθίζουν οι έξυπνοι άνθρωποι, δηλαδή τις πιο μεγάλες βλακείες. Δε χρειάζεται να προσθέσω πως δεν καταδέχονταν να υποστηρίξουν παρά μόνο τις πιο τερατώδικες παραδοξολογίες. Ωραία! Δεν μου αρέσει να παραείναι λογικά τα νιάτα.
Ο φοιτητής της Ιατρικής κοίταξε το βιβλίο που κρατούσε ο Μπουλμιέ κι είπε: «Μπα! Διαβάζεις Μισελέ;».
«Ναι», απάντησε ο Μπουλμιέ, «μου αρέσουν τα μυθιστορήματα».
Ο Ζελίς, που τος επιβαλλόταν με το ψηλό ανάστημά του, τις επιτακτικές του χειρονομίες και το γοργό του πνεύμα, πήρε το βιβλίο, το ξεφύλλισε κι είπε:
«Είναι ο καλύτερος Μισελέ, ο Μισελέ της τελευταίας του τεχνοτροπίας. Όχι πια αφήγηση! Θυμοί, λιποθυμίες, κρίσεις επιληψίας για γεγονότα που δεν καταδέχεται ούτε καν να εξηγήσει. Τσιρίδες μωρών, επιθυμίες μιας γυναίκας σε ενδιαφέρουσα! Αναστεναγμοί! Όλα ξεκάρφωτα! Είναι καταπληκτικό!».
Κι έδωσε πίσω το βιβλίο στον φίλο του. «Αυτή η τρέλα τους», είπα μέσα μου, «είναι διασκεδαστική και δεν είναι και χωρίς νόημα. Γιατί τα τελευταία έργα του μεγάλου μας Μισελέ είναι ανήσυχα και σπασμωδικά ακόμα, θα έλεγα».
Μα ο φοιτητής από την Προβηγκία βεβαίωσε πως η ιστορία είναι μια άσκηση ρητορικής, εντελώς αξιοκαταφρόνητη. Για εκείνον, η μόνη κι αληθινή ιστορία, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπου. Ο Μισελέ βρισκόταν σε καλό δρόμο, όταν ενδιαφέρθηκε για το συρίγγιο του Λουδοβίκου 14ου, μα ύστερα ξαναμπήκε στην παλιά τροχιά του…
Ανατόλ Φρανς: Το έγκλημα του Σιλβέστρου Μπονάρ – Μετάφραση: Ιουλιέττα Ράλλη
Ο Σιλβέστρος Μπονάρ, παλαιογράφος και μέλος του Γαλλικού Ινστιτούτου, ζει μόνος με τη γριά υπηρέτριά του Τερέζα. Σε ώριμη πια ηλικία, τα φιλολογικά του ενδιαφέροντα και η συλλογή σπάνιων εκδόσεων γεμίζουν τη ζωή του. Ωστόσο, τη γαλήνη των ήσυχων γηρατειών του θα διαταράξουν δυο επεισόδια. Η αναζήτηση ενός χειρογράφου θα τον οδηγήσει σ’ ένα ταξίδι στη Σικελία, και στη συνάντηση με την πριγκίπισσα Τρεπόφ, που θα του ανταποδώσει μια καλή του πράξη. Αργότερα θα γνωρίσει την εγγονή της Κλημεντίνης, της πρώτης και μοναδικής του αγάπης που, ορφανή, υποφέρει στα χέρια των κηδεμόνων της. Προκειμένου να την σώσει, θα παραβεί τον νόμο. Ο πραγματικός κόσμος, η φύση, οι άνθρωποι και τα αισθήματα παρασύρουν τον Σιλβέστρο Μπονάρ από τον κόσμο των βιβλίων στην περιπέτεια της ζωής.
Πηγή: antikleidi.com