Άμα πεινάς το ξέρεις. Φωνάζουνε τα σπλάχνα σου. Άμα κρυώνεις, το ίδιο. Άμα αγαπάς, πώς να το καταλάβεις;
«… Άμα πεινάς το ξέρεις. Φωνάζουνε τα σπλάχνα σου. Άμα κρυώνεις, το ίδιο. Άμα αγαπάς, πώς να το καταλάβεις; Γιατί: τι είναι η αγάπη; Κάποιος πήγε να πει κάτι και δεν είπε τίποτα. Είπε πως είναι κάτι σαν φωτιά. Μα είναι;
Άλλος είπε πάλι, πως είναι δροσούλα, άλλος σαν δοξαριά. Τι είναι τέλος πάντων…»
«Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά;
Ένα πουλάκι κελαηδά ολομόναχο σ’ ένα έρημο δάσος…
Αν δεν τ’ ακούσει κανείς.. είναι κελάηδηγμα;
Κι είναι μπορετό να κελαηδήσει γλυκά ένα ολομόναχο πουλάκι, αν δεν υπάρχει πίσω από κάποιο φύλλο το αυτάκι ενός άλλου πουλιού;
Πήγαν κι οι σοφοί να πούνε κάτι πάνω σ’ αυτό και τα κάνανε θάλασσα. Αυτοί, γι’ αγάπη!… Τα μωρά ξέρουν περσσότερα.
Ένα λουλούδι είπε: «Αγάπη; Είμαι εγώ». Τρελαίνεσαι με τέτοια καμώματα. Ένας «Πέρσης» θα πει αυτό είναι «τρίχα».
Ένας βαρκάρης θ’ αφήσει τα κουπιά και θα σκουπίσει το κούτελο του. Δε θα ξέρει να πει τίποτα. Μπορεί αυτό να είναι αγάπη.
Μα είναι; Ποιος να του το πει;
Όσο έχεις κάτι μέσα σου και δε χρειάζεται να το πεις, το έχεις και ησυχάζεις.
Σε καίει… Σε λιώνει… Εσύ το βλέπεις. Κι αντί να βάλεις τα κλάμματα, το ρίχνεις στο τραγούδι.
Είσαι μεθυσμένος και δεν έχεις πιει ούτε στάλα!
Αυτό το «πράμα» πρέπει να σκάβεις μέσα σου μια λακούβα να το θάβεις, κι ό, τι βρέξει.
Μην το λες πουθενά. Άστο να σε κάψει. Θα ξέρεις ότι χάνεσαι λίγο λίγο από μια αρρώστια που δεν ξέρεις τ’ όνομά της.
Θα ξέρεις όμως ότι είναι μια αρρώστια, που σε κάνει όμορφο. Ομορφαίνεις και πεθαίνεις…
Κι όταν θα νομίσεις ότι πέθανες… θα ‘χει τελειώσει η αρρώστια. Θα είσαι ζωντανός, μα θα είσαι και άσκημος.
Θα ‘χεις φρικτά ασκημίσει.
Αληθεια… αυτό είναι η αγάπη;
Όποιος αγαπά δεν μπορεί να το πει. Κι όποιος δεν αγαπά, δεν το ξέρει…
Ο Μέλιος απ’ τη θέση του έμεινε άφωνος. Ύστερα, άρχισε σιγά -σιγά να καταλαβαίνει. Κάποιοι άνθρωποι που δεν ήξερε ποιοι, ούτε για ποιο λόγο, σκάβανε ανάμεσα απ’ τους ανθρώπους χαντάκια, σήκωναν αξεπέραστα βουνά. Ποιοι ήταν και γιατί το κάνανε; Ένα μόνο καταλάβαινε. Ότι σ’ αυτή τη ζωή είχε ο καθένας τη θέση του, που δεν ήταν όμοια για όλους. Τώρα, ποιος ήταν αυτός που μοίραζε τις θέσεις; Μήπως ο θεός; Μα οι μεγάλοι, εξόν από τ’ άλλα κακά που κάνανε, κάνανε και τούτο : Φτιάξανε το Θεό σύμφωνα με το μπόι τους και δεν περίσσευε Θεός για παιδιά. Του ‘ρθε να ξεφωνίσει. Να ξεφωνίσει την αδικία. Ύστερα έσφιξε τα χέρια του. Και τότε, ανακάλυψε ότι η μόνη δύναμη, που μπορούσε να στηρίζεται, ήταν μες τα χέρια του. Ήταν ο εαυτός του. Ο μικρός φτωχός, εαυτός του. Κανένας άλλος. Το παιδί συνέχισε ολομόναχο το κλάμα του…
Πήχτωνε το βράδυ. Λιγόστεψε κι ο αχός απ’ τα κυπαρίσσια. Ανάψανε οι λαµπάδες τ’ ουρανού. Όλα ήταν γάλα… γάλα… λουλάκι… και σπίθες. Το ποτάµι µουρµούριζε µες στον ύπνο του κρυφά παραµιλητά. Το παιδί κείνο το βράδυ δεν κοιµήθηκε… ολόκληρο το βράδυ. Έγραψε το πιο πικρό, το πιο µεγάλο του παραµύθι…
Την αυγή ξεκίνησε. Ήταν… παρηγορηµένο. Είχε καταφέρει όλη τη νύχτα να µετρήσει τ’ άστρα… Να τα µετρήσει όλα… σιγά σιγά… ένα ένα… Όλα… Και τα βρήκε σωστά.
Αποσπάσματα από το «Ένα παιδί μετράει τ΄άστρα» – Μενέλαος Λουντέμης
Το Ένα παιδί μετρά τ’ άστρα είναι μυθιστόρημα, του Έλληνα συγγραφέα Μενέλαου Λουντέμη. Εκδόθηκε το 1956, από τον εκδοτικό οίκο “Δίφρος”. Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά έργα του συγγραφέα. Το βιβλίο περιγράφει τους αγώνες και τους κόπους που καταβάλει ένα παιδί, ο Μέλιος, για να μορφωθεί, να πάει στο σχολείο και, τελικά, να επιβιώσει.