Του Πέτρου Τατούλη*
Σε ένα πρόσφατο άρθρο – γνώμη του φιλοκυβερνητικού in.gr, o συντάκτης, Βασίλης Χαραλαμπόπουλος έγραφε με αφορμή το φιάσκο της Λιζ Τρας στην Βρετανία: «Η περίπτωση της Λιζ Τρας θα πρέπει να διδάσκεται στο μέλλον στα τμήματα Πολιτικής Επιστήμης (…) γιατί δείχνει πώς έχει διαμορφωθεί μια γενιά πολιτικών που βλέπει τα πάντα μέσα από τη πλευρά της επικοινωνίας και αδιαφορεί για τη σκληρή δουλειά μιας διακυβέρνησης που ξεκινά από την επίγνωση της πραγματικότητας. (…) Ας μην κάνουμε το λάθος να πούμε ότι αυτό αφορά μόνο τη Βρετανία. Αν κοιτάξουμε στην Ευρώπη, μπορούμε να δούμε ουκ ολίγους πολιτικούς που περιφέρουν μια φαεινή ιδέα ως «πολιτικό αφήγημα» για να ανεβάσουν τις πολιτικές μετοχές τους».
Τα «πολιτικά αφηγήματα», η «απύθμενη επικοινωνία», το έλλειμμα «επίγνωσης της πραγματικότητας» , η «αδιαφορία για την σκληρή δουλειά» είναι ορισμένα σκληρά χαρακτηριστικά του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης.
- Σε πρόσφατο δημοσίευμά του ο υπουργός συντονισμού του κυβερνητικού έργου υποστηρίζει: «Σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού…..τοΑΕΠ εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 210 δισ. ευρώ το 2022 …Και πάλι σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 355.000 εκατ. ευρώ ή 169,1% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, έναντι 353.389 εκατ. ευρώ ή 193,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2021, παρουσιάζοντας μείωση κατά 24,2 ποσοστιαίες μονάδες…. Το 2023, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 357.000 εκατ. ευρώ ή 161,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας περαιτέρω μείωση κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες …». Και συμπεραίνει: «η ταχεία απομείωση του δημοσίου χρέους δεν έρχεται μέσα από την αυστηρή λιτότητα και την εμμονή στην υπερφορολόγηση και τα υψηλά πλεονάσματα, αλλά μέσα από την δυναμική αύξηση του ‘παρανομαστή’ δηλαδή του ΑΕΠ της χώρας».
Δηλαδή, σε απλά Ελληνικά ο υπουργός επικρατείας υποστηρίζει ότι η ταχεία απομείωση του χρέους έρχεται μέσα από ευχάριστες εκτιμήσεις και προβλέψεις του υπουργού Οικονομικών.
- Οι παραπάνω απόψεις του υπουργού επικρατείας είναι ενδεικτικές του εξωπραγματικού και επικίνδυνου τρόπου αντιμετώπισης του προβλήματος υπερχρέωσης της χώρας από την Κυβέρνηση. Ο ένας υπουργός μειώνει το δημόσιο χρέος με ευχάριστες εκτιμήσεις και προβλέψεις και ο άλλος επικροτεί και υπερθεματίζει. Με αυτόν τον ανώδυνο και καινοφανή τρόπο θα μειώσει η Κυβέρνηση το δημόσιο χρέος στο μέλλον προς τέρψη όλων των Ελλήνων! ‘Όμως, τι έχει επιτύχει έως σήμερα με βάση τα πραγματικά στοιχεία της ανεξάρτητης ΕΛΣΤΑΤ Αρχής; Παρέλαβε το δημόσιο χρέος το 2019 στα 331,1 δισ. ευρώ, το αύξησε τη διετία 2020-21 στα 353,4 δισ. ευρώ και το Μάρτιο του 2022 το έφτασε στα 357,7 δισ. ευρώ. Δηλαδή, φόρτωσε στις πλάτες των Ελλήνων σε 2,5 χρόνια πρόσθετο χρέος 27 δισ. ευρώ περίπου. Παρέλαβε το ΑΕΠ της χώρας σε σταθερές τιμές (2015) στα 183,6 δισ. ευρώ το 2019 και το μείωσε στα 181 δισ. ευρώ το 2021.Τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2022 το ΑΕΠ της χώρας σημείωσε αξιόλογη αύξηση (6,1% και 6,9%), ωστόσο όλες οι προβλέψεις για τη συνέχεια, με εξαίρεση αυτές της Κυβέρνησης, δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές.
Συμπερασματικά, η χώρα με βάση τα πραγματικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το 2021 είχε μικρότερο εισόδημα και πολύ μεγαλύτερο χρέος σε σχέση με το 2019.
- Σε ό,τι αφορά στις προβλέψεις του προσχέδιου Προϋπολογισμού 2023, αυτές έχουν φυσικά την αξιοπιστία και την αξία που είχαν τα δύο προηγούμενα χρόνια. Συγκεκριμένα, το προσχέδιο Προϋπολογισμού 2020 προέβλεπε ότι το ΑΕΠ του 2020 θα ήταν 197,3 δισ. ευρώ και τελικά ήταν 165,3 δισ. ευρώ, ενώ το προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2021 προέβλεπε ότι το ΑΕΠ του 2021 θα ήταν 185,2 δισ. ευρώ και τελικά ήταν 182,8 δισ. ευρώ. Αντιστοίχως, το προσχέδιο Προϋπολογισμού 2020 προέβλεπε ότι το δημόσιο χρέος του 2020 θα ήταν 331 δισ. ευρώ ή 167,8 του ΑΕΠ και τελικά ήταν 341,1 δισ. ευρώ ή 206,3% του ΑΕΠ, ενώ το προσχέδιο Προϋπολογισμού 2021 προέβλεπε ότι το δημόσιο χρέος του 2021 θα ήταν 342 δισ. ευρώ ή 184,7% του ΑΕΠ και τελικά ήταν 353,4 δισ. ευρώ ή 193,3% του ΑΕΠ.
Δηλαδή, σε απλά Ελληνικά, όλες οι εκτιμήσεις/ προβλέψεις/ δεσμεύσεις των περασμένων ετών της κυβέρνησης σε σχέση με την πορεία της οικονομίας και των δεικτών, έχουν πέσει έξω.
- Ο κίνδυνος περεταίρω διόγκωσης του δημόσιου χρέους είναι μεγάλος, αφού το έλλειμμα του Προϋπολογισμού 2022 αναμένεται να ξεπεράσει τα 8,7 δισ. ευρώ σύμφωνα με το προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2023. Επιπροσθέτως, στο τέλος Αυγούστου 2022 (α) οι ληξιπρόθεσμες κυβερνητικές υποχρεώσεις ξεπερνούσαν τα 2 δισ. ευρώ, (β) οι δαπάνες με ετεροχρονισμένη την πληρωμή τους ξεπερνούσαν τα 1,2 δισ. ευρώ, (γ) οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων προσέγγιζαν τα 800 εκ. ευρώ, (δ) υπήρχαν άγνωστου ύψους απλήρωτες καταπτώσεις εγγυήσεων (επισημαίνεται ότι οι κυβερνητικές εγγυήσεις σημείωσαν εκρηκτική αύξηση κατά 21,8 δισ. ευρώ το 2021 και έφτασαν τα 30,6 δισ. ευρώ, μακράν οι μεγαλύτερες της τελευταίας εικοσαετίας), (ε) υπήρχαν άγνωστου ύψους ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων και σίγουρα πολλές ακόμη άγνωστες και άγνωστου ύψους υποχρεώσεις.
- Η αύξηση του απόλυτου μεγέθους του δημόσιου χρέους από την Κυβέρνηση κατά 27 δισ. ευρώ μέχρι το Μάρτιο του 2022, η προοπτική μεγάλης περεταίρω διόγκωσής του και η τρομακτική αύξηση του κόστους δανεισμού, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στην αύξηση της απόδοσης του δεκαετούς ομολόγου πάνω από 500% σε ένα χρόνο, ξυπνούν στους Έλληνες μνήμες της εφιαλτικής κρίσης χρέους που βίωσε πρόσφατα η χώρα. Τι αξία έχουν οι αναβαθμίσεις του (αν)αξιόχρεου της χώρας, τις οποίες επικαλείται ο υπουργός Οικονομικών με κάθε ευκαιρία, όταν τα κυβερνητικά ομόλογα θεωρούνται ακόμη από τις αγορές επενδυτικά σκουπίδια και το κόστος δανεισμού της Κυβέρνησης έχει εκτιναχθεί στο 5% από 0,78% που ήταν πριν ένα χρόνο περίπου; Πού είναι η εμπιστοσύνη των αγορών στη συνετή δημοσιονομική διαχείριση της Κυβέρνησης; Φέτος, σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού 2023, η πληρωμή μόνο των τόκων του Κρατικού χρέους θα απορροφήσει σχεδόν το 11% των φορολογικών εσόδων και το 2023 το 12,5%. Αυτό σημαίνει ότι όσο αυξάνεται το κυβερνητικό χρέος και το κόστος δανεισμού της Κυβέρνησης, τόσο θα αυξάνεται και το ποσοστό των φόρων που θα διατίθεται για την πληρωμή τόκων. Συνακόλουθα, όλο και λιγότερα χρήματα θα περισσεύουν για την κάλυψη πιεστικών κοινωνικών αναγκών και τη στήριξη των πολιτών που δοκιμάζονται βάναυσα από την ακρίβεια.
- Η Κυβέρνηση δείχνει ότι δεν αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα της κατάστασης και εν όψει εκλογών συνεχίζει την ακραία ελλειμματική και ανεύθυνη για υπερχρεωμένη χώρα δημοσιονομική διαχείριση. Προσδοκά στήριξη από την ΕΚΤ όπως έγινε κατά την περίοδο της πανδημίας που η ΕΚΤ αγόραζε κατ’ εξαίρεση μη επενδυτικής βαθμίδας ελληνικά ομόλογα. Ωστόσο, ήδη οι αρμόδιοι σπεύδουν να προειδοποιήσουν τις υπερχρεωμένες χώρες ότι ενδεχόμενη στήριξη αντιστρατεύεται την ασκούμενη αντιπληθωριστική νομισματική πολιτική και θα παρέχεται με σκληρούς μνημονιακούς όρους.
Επειδή η κοινωνία δεν αντέχει νέα κρίση χρέους, είναι ύψιστο θεσμικό χρέος των εθνικών μας αντιπροσώπων να την αποτρέψουν. Είναι ύψιστο θεσμικό τους χρέος, δρώντας ατομικά ή συλλογικά ως κοινοβουλευτικές ομάδες, να ασκήσουν το δικαίωμα του κοινοβουλευτικού ελέγχου που διαθέτουν, προκειμένου: (α) να αποκαλύψουν στους Έλληνες και κάθε ενδιαφερόμενο την πραγματική κατάσταση των οικονομικών του Κράτους πριν είναι πολύ αργά και (β) να εξαναγκάσουν την Κυβέρνηση να λάβει κατεπειγόντως μέτρα διασφάλισης της δημοσιονομικής σταθερότητας.
«Διαφορετικά, θα βλέπουμε όπως και στην περίπτωση της Βρετανίας, την ιστορία να επαναλαμβάνεται πότε σαν τραγωδία, πότε σαν φάρσα και κάποιες στιγμές σαν μέτριο ανέκδοτο», όπως έγραφε και το in.gr….
*Ο Πέτρος Τατούλης έχει διατελέσει Περιφερειάρχης Πελοποννήσου (2010-2019), βουλευτής Ν.Δ. Αρκαδίας, Υφυπουργός Πολιτισμού (2004-2006). Είναι ιατρός χειρουργός
Το άρθρο του Πέτρου Τατούλη δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών efsyn