Παύλου Παπανότη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού.
Η παροιμιώδης αυτή φράση που εκφράζει την απόφαση ενός ανθρώπου διατεθειμένου να υποστεί κάθε υλική «θυσία», προκειμένου να πετύχει εκείνο που επιθυμεί, ακούστηκε για πρώτη φορά το 1840. Στηριγμένος σε ορισμένα δημοσιεύματα κυρίως του περιοδικού «Τοξότης», το οποίο εξέδιδε την προαναφερθείσα χρονιά ο ποιητής και μετέπειτα καθηγητής της Βοτανικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Θεόδωρος Ορφανίδης, θα αναφερθώ στο σημερινό post στην ιστορία της φράσης αυτής.
Στα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους η Αθήνα βρισκόταν υπό την «επίδραση» του ιταλικού μελοδράματος. Το ελληνικό θέατρο ελάχιστα υποστηριζόταν από την πολιτεία, αφού οι κυβερνήσεις του Όθωνα επιδοτούσαν επί μακρόν το ιταλικό μελόδραμα. Στα πόδια των Ιταλίδων αοιδών κατατίθεντο όχι μόνον οι καρδιές, αλλά και οι περιουσίες των Ελλήνων που δεν ήταν τότε και πολύ μεγάλες.
Οι μουσικές παραστάσεις δίνονταν στο θέατρο που είχε ανοίξει ένας Ιταλός ονόματι Σανσόνι ή Σαντόνι, το οποίο αγόρασε αργότερα ο Μπούκουρας. Τους πρώτους μήνες του 1840 ο θεατρικός επιχειρηματίας είχε καλέσει έναν ιταλικό θίασο. Οι φουστανελοφόροι θεατές είχαν χωριστεί σε δυο «στρατόπεδα»: άλλοι θέλγονταν από τα κάλλη της πρωταγωνίστριας Ρίτας Μπάσσο κι άλλοι από την αοιδό Λούλι. Κάθε βράδυ το θέατρο ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Στις πρώτες θέσεις κάθονταν οι «αριστοκράτες» της εποχής που πρόσφεραν στην πρωταγωνίστρια τα απαραίτητα λουλούδια αλλά και πανάκριβα κοσμήματα, ενώ στα τελευταία καθίσματα άνθρωποι από τα λαϊκά στρώματα. Μόνιμος θεατής ήταν ένας μικροκτηματίας της Αττικής και παλιός αγωνιστής, ο Κ. Δούκας.
Ένθερμος θαυμαστής της Ιταλίδας πριμαντόνας ήταν ασυγκράτητος σε δώρα και σε εκδηλώσεις. Σε κάθε παράσταση δεν έπαυε να φωνάζει: «Μπλάβο, Λίτα, Μπλάβο». Ήθελε να πει «μπράβο, Ρίτα», αλλά, επειδή ήταν κουτσοδόντης, δεν μπορούσε να προφέρει το ρο. Η διαρκής αυτή αναφώνησή του έγινε αιτία να του δοθεί το παρωνύμιο «μπράβος – μπράβος». Ένα βράδυ κατά τη διάρκεια της παράστασης η Ιταλίδα πρωταγωνίστρια σήκωσε κάπως τολμηρότερα το φόρεμά της. Ο Δούκας ενθουσιάστηκε, σηκώθηκε από τη θέση του και άρχισε να φωνάζει: «Πατριώται! Ζήτω το ιταλικό! Ας πάει και το παλιάμπελο!». Όντως, για να κάνει δώρα στην Μπάσσο, είχε πουλήσει και το τελευταίο αμπέλι της περιουσίας του.
Στο «σεισμό» που προκαλούσαν στο ανδρικό κοινό οι πανέμορφες Ιταλίδες αοιδοί, και κυρίως η πρωταγωνίστρια του θιάσου, αναφέρεται στα Απομνημονεύματά του ο στρατηγός Μακρυγιάννης: «Παλάβωσαν οι γέροντες και οι μαθητές πουλούν τα βιβλία τους και πάνε ν’ ακούσουν τη Ρίτα Μπάσσο. Το γέρο – Λόντο, όπου δεν έχει ούτε ένα δόντι, τον επαλάβωσε η Ρίτα Μπάσσο και τον αφάνισε».( Σημείωση: Ο Λόντος ήταν οπλαρχηγός στην Επανάσταση του 1821, ενώ μετά την απελευθέρωση διατέλεσε πολλές φορές υπουργός. Θεατρόφιλος, μαζί με φίλους του έπιαναν κάθε βράδυ θέσεις στο θέατρο και πλήρωνε ο ίδιος τα εισιτήρια.)
Παραδίδονται και άλλα περιστατικά που συνέβησαν κατά την παραμονή του ιταλικού μουσικού θιάσου στην ελληνική πρωτεύουσα, τα οποία αποκαλύπτουν ορισμένες πτυχές της αθηναϊκής κοινωνίας στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση. Αυτά τα «αλίευσα» από παλιά δημοσιεύματα.
Στα τέλη Απριλίου του 1840 έγιναν δύο εσπερινές παραστάσεις, για να τιμηθούν η Ρ. Μπάσσο και η Λούλι. Οι θεατές θα πρόσφεραν στις καλλιτέχνιδες ό, τι ευαρεστούνταν (χρυσά νομίσματα, κοσμήματα κ. ά.). Ένα μέρος από τις εισπράξεις θα κρατούσαν οι συντελεστές της παράστασης και το υπόλοιπο ποσό θα διατίθετο για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Το τι συνέβη σε μια από τις παραστάσεις αυτές το περιέγραψε ο Θεόδωρος Ορφανίδης στον «Τοξότη»:«Κατ’ αυτήν έγινεν έλλειψις χρυσών νομισμάτων εις Αθήνας. Μίαν δραχμήν περιπλέον της αξίας των εζήτουν οι αργυραμοιβοί διά κάθε νόμισμα. Θέλετε να μάθετε την αιτίαν της τοιαύτης ελλείψεως; Ιδού: η κυρία Ρίτα Μπάσσο, πρωταγωνίστρια εις το ενταύθα ιταλικόν θέατρον, έδωκε την ευεργετικήν της εσπέραν. Έτρεχον, λοιπόν, συνάζοντες (= συγκεντρώνοντας) το χρυσίον με προθυμίαν, διά να το αναθέσωσιν εις τον βωμόν της μαγευτικής σειρήνος. Διά την σειρήνα αυτήν πολλοί «άκριτοι» (= άμυαλοι) νέοι επούλησαν τα φορέματά των, «υπαλληλίσκοι» εδανείσθησαν με τόκον 30% εκ του μηνιαίου μισθού των και αστείοι τινές διηγούνται ότι εδόθησαν και ομολογίαι». Ο Γάλλος περιηγητής Μπυσόν, που βρισκόταν τότε στην Αθήνα και παρευρισκόταν στο θέατρο, έγραψε ότι κατά την τιμητική εσπερινή παράσταση τα εξαπολυόμενα περιστέρια φτερούγιζαν πάνω από τα κεφάλια ηθοποιών και θεατών και ότι μαζί με χρήματα και δώρα προσφέρθηκαν στην καλλιτέχνιδα και πολλά ποιήματα. Οι εισπράξεις ανήλθαν σε 30.500 δραχμές, ενώ για την ενίσχυση του νοσοκομείου και του πτωχοκομείου δεν δόθηκε ούτε μια δραχμή.
Ακόμη λόγω της παρουσίας στην Αθήνα της ιταλίδας αοιδού κόντεψε να γίνει «ελληνοαγγλικό διπλωματικό επεισόδιο». Θαυμαστές της ήταν ο Άγγλος πρεσβευτής Λάιονς και ο δήμαρχος Αθηναίων Καλλιφρονάς. Κάποτε ο πρέσβης παρέθεσε γεύμα προς τιμή της Ρίτας Μπάσσο, στο οποίο παρακάθισαν πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες της χώρας, αλλά δεν κάλεσε το δήμαρχο. Τότε ο Καλλιφρονάς άφησε σβηστά τα φανάρια που φώτιζαν την πρόσοψη και την περιοχή της αγγλικής πρεσβείας, της έκοψε το νερό και έδωσε εντολή στην υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου να μην κάνει την αποκομιδή των απορριμμάτων που βρίσκονταν συγκεντρωμένα μπροστά από το κτίριο της πρεσβείας. Ο Λάιονς έστειλε το γραμματέα του να παραπονεθεί για την κατάσταση αυτή. Τότε ο δήμαρχος τού απάντησε: «Περίεργο, ξέρει ο εξοχότατος ότι υπάρχει δήμαρχος στην Αθήνα;». Ο Άγγλος πρεσβευτής κατανόησε την ειρωνική απορία του Καλλιφρονά και τον κάλεσε στην πρεσβεία, όταν ξανατραγούδησε εκεί η Ρίτα Μπάσσο.
Σημείωση: το κείμενο συντάχθηκε με βάση δημοσιεύματα των εφημερίδων ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (φύλλο της 22ας Οκτωβρίου 1959, όπου παρατίθενται αποσπάσματα από το περιοδικό «Ο ΤΟΞΟΤΗΣ, φύλλο της 6ης Ιανουαρίου 1973 και φύλλο της 8ης Μαρτίου 1966), ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (φύλλο της 16ης Μαρτίου 1963) και τα ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ του στρατηγού Μακρυγιάννη.