Κάπου κάπου, επειδή όλα έχουν ειπωθεί, βγάζω από το συρτάρι κάποιο κείμενο από τα παλιά, παρατηρώντας πως όχι μόνο δεν άλλαξε κάτι, αλλά η κατάσταση του ασθενούς έχει επιδεινωθεί αρκετά.
Που είναι το λάθος? Ποιος είναι ένοχος ?
Ο σύγχρονος σκλάβος, εκείνος που δεν χρειάζεται να τον πετάνε στα λιοντάρια για να γλεντήσουν, δεν υπάρχει λόγος, φοράει μόνος του της αλυσίδες, έχοντας χάσει την ικανότητα να διακρίνει την άθλια κατάσταση του. Το να απαγορεύεται κάποιος να επιλέγει και να δημιουργεί τις προσωπικές του αξίες και το δικό του τρόπο ζωής χωρίς να τον ενοχλούν οι τύραννοι, καθώς και οι συμμορφωμένοι με τις υποδείξεις συμπολίτες τον γνώρισα από τότε που γεννήθηκα. Βαπτίστηκα σε μια θρησκεία γιατί έτσι έπρεπε, τρυπήθηκα με υποχρεωτικά εμβόλια όπως όλα τα παιδιά, ήπια αμφιβόλου ποιότητας γάλατα γιατί αυτά κυκλοφορούσαν, κι όλα αυτά πριν προλάβω καν να μιλήσω και να περπατήσω. Αν οι γονείς μου έκαναν κάτι διαφορετικό π.χ. αν έλεγαν δεν θα τη βαπτίσω το λιγότερο θα γινόντουσαν οι αποδιοπομπαίοι τράγοι της γειτονιάς.
Η επιλογή του τι θα διδαχτώ στο σχολείο ήταν ξεκάθαρα προκαθορισμένη από ένα σύστημα παιδείας που λειτουργούσε όχι για να εκπαιδεύσει καλλιεργημένους ανθρώπους, αλλά καλές μηχανές παραγωγής. Οσες φορές έμαθα κάτι περισσότερο ήταν εξαιτίας κάποιου “διαφορετικού” δασκάλου που ψυλλιαζόταν ότι δίψαγα για περισσότερη γνώση και μου έδινε προτάσεις για εξωσχολική μόρφωση, τον οποίο δάσκαλο τις περισσότερες φορές οι καθώς πρέπει συνάδελφοι τον είχαν είτε αποκλεισμένο είτε τον θεωρούσαν γραφικό.
Τα “αγαθά” που έπρεπε να έχουμε σπίτι μας ήταν μια συνεχής πλύση εγκεφάλου από ένα ραδιόφωνο, ή ένα χαζοκούτι αργότερα, που καθόριζε να έχει κανείς γεμάτο το σπίτι του με χίλια δυο άχρηστα αντικείμενα, ανούσια ή και επικίνδυνα, και για τα οποία θα έπρεπε να φάω τα μάτια μου στα θρανία, να σπουδάσω, να βρω μια καλή δουλειά για να μπορώ να έχω λεφτά να τα αγοράζω σε περισσότερες ποσότητες και να γεμίζω με μεγαλύτερη ευκολία τη ζωή μου με σκουπίδια.
Κι αυτό το μάθημα έπρεπε να το μάθω καλά, για να ξέρω να το επαναλάβω και στα δικά μου παιδιά όταν θα τα μάθαινα πως να συμπεριφέρονται μέσα στη “κονσέρβα” σαν υπάκουες σαρδέλες.
Σε όλη αυτή τη προκαθορισμένη διαδρομή, αποφάσισα να μην γίνω καλή μαθήτρια. Κι όπως είχε πει κι ο Μπρεχτ γλίτωνα από τους καρχαρίες αλλά με τρώγανε οι κοριοί. Μόνιμα. Και ποιοι ήταν οι κοριοί? Ούτε η πολιτική ηγεσία του τόπου, ούτε οι ξένοι δυνάστες, ούτε κάποιος παντοδύναμος Θεός. Οι κοριοί ήταν κάτι άχρηστα κοιμισμένα μυαλά , συμμαθητές που κορόιδευαν όποιον ήθελε κάτι περισσότερο να μάθει και τον λέγανε σπασίκλα, φυτό ή αν το πήγαινε πιο πέρα το θέμα ακόμα και λαλημένο.
Ήταν οι συνάδελφοι, οι γείτονες, οι συγγενείς, οι τάχα φίλοι, ο καθώς πρέπει κόσμος που αγωνιζόταν για το τίμιο ψωμί, που στη πλειοψηφία τους, τρώγανε ο ένας τον άλλον, με ζήλιες, κακίες, μικράνθρωποι βουτηγμένοι μέσα σε πάθη, σε μιζέρια ψυχής, με τα κατώτερα ένστικτά τους να βαράνε κόκκινο συνέχεια, έτοιμοι να αποκλείσουν αυτόν που το έπαιζε πολύ έντιμος, αυτόν που δεν μίλαγε για το ποιος γ@μήθηκε με ποιον, αυτόν που αμφισβητούσε παγιωμένες αντιλήψεις και δεισιδαιμονίες, αυτόν που έβγαζε γλώσσα στο σύστημα.
Ήταν ο κακός δάσκαλος, ο φανατικός θρησκευόμενος, ο ποτισμένος με κάποιο κόμμα, ο χουλιγκάνος κάποιας ομάδας, ο φαΐ-σκ@τό και γ@μήσι θαμώνας των τσιφτετελάδικων, ο θεατής των άθλιων ριάλιτυ, πρωινάδικων, μεσημεριανάδικων. Ο έχω θεό μου τις ζάντες του αυτοκινήτου και το γκομενάκι μου. Ήταν ο πελάτης στους προθαλάμους των πολιτικάντηδων. Ο διεφθαρμένος επιστήμονας που εξαργύρωνε τα πτυχία του με καλές λαμογιές ή ο φτωχομπινές γεμάτος απωθημένα και κακίες που με μικροπρέπειες, κομπίνες φτηνιάρικες, απατεωνιές ή λυκοφιλίες προσπαθούσε να τα “κονομήσει”
Οι εμφανείς και οι αφανείς κομπιναδόροι. Και ναι μεν οι εμφανείς μοιάζουν μερικές χιλιάδες αλλά αυτοί οι αφανείς είναι η μεγάλη πληγή. Οι “δήθεν” νομοταγείς πολίτες που την ανθρώπινη μικρότητα την είχαν ανάγει σε κανόνα συμπεριφοράς. Γιατί ένας κλέφτης θεωρείται κλέφτης, ένας μ@λάκας που μέτραγε ποια θα παντρευτεί ανάλογα με το τι προίκα θα γράψει ο πατέρας της τι ήταν? Νοικοκύρης? Ο χαρτογιακάς που είχε χωθεί με «δόντι» σε κάποια «εξέχουσα» υπηρεσία, εφορία, πολεοδομία, ΔΕΗ, ΟΤΕ και το λοιπό κακό συναπάντημα, και με τον ταπεινό «μισθούλι» σήκωνε κάτι τριώροφα και φούσκωνε τραπεζικούς λογαριασμούς ήταν νοικοκύρης? Εκείνοι που βάζανε τα μέσα για να περάσει ο κανακάρης στο δημόσιο ακόμα κι αν ήταν άχρηστος, προσπερνώντας ένα παιδί που ίσως άξιζε παραπάνω ήταν έντιμοι? Εκείνοι που ήταν έτοιμοι μόνιμα να ρουφιανέψουν, να χαφιεδίσουν,να καταγγείλουν ήταν καλοί άνθρωποι? Τα μπουρδέλα λειτουργούν γιατί υπάρχουν πελάτες. Η πρέζα κυκλοφορεί γιατί κάποιος την εμπορεύεται. Η βία , το μίσος φωλιάζεις στις ψυχές των ανθρώπων γιατί τα «θηρία» θρέφονται από τον ανθρώπινο πόνο.
Ξέρεις, άμα ανοίξω το τεφτέρι και σου αραδιάσω χιλιάδες καθώς πρέπει νομοταγείς πολίτες, πως ακριβώς λειτούργησαν απέναντι στην πατρίδα τους, τους συνανθρώπους, ακόμα και με το τι έκαναν στην ίδια τη φύση, τα ζωντανά που βρέθηκαν στο δρόμο τους, , τι ψάρια θα πιάσουμε? Η κοινωνία που βλέπουμε σήμερα να είναι έτσι εξαθλιωμένη, αμόρφωτη, απολίτιστη, εγκλωβισμένη σε καταστάσεις αθλιότητας, μιζέριας, ξεφτυλίσματος, γιατί είναι μια κοινωνία άρρωστη, που επέλεγε άρρωστους κυβερνώντες και είχε άρρωστες συνήθειες στη ζωή της. Είναι η κοινωνία των κοριών που διαμαρτύρονται τώρα για τους καρχαρίες, αλλά έχουν πριν πληγώσει το στρώμα ο ένας του άλλου με κάθε δυνατό τρόπο και το χειρότερο? Χωρίς καν να αντιλαμβάνονται το χάλι τους. Νομίζοντας πως ήταν καλοί, έντιμοι και νοικοκύρηδες.
Δεν ισοπεδώνω τίποτα. Η κοινωνία των μικρανθρώπων, η κοινωνία του μαρασμού και της πνευματικής στειρότητας είναι από μόνη της ισοπεδωμένη πριν να έρθει οποιοδήποτε μνημόνιο. Έχει επιλέξει να είναι εγκλωβισμένη σε ζωές χωρίς μεγαλείο, χωρίς αρετή, χωρίς αξίες. Είναι μια κοινωνία οκνηρών μυαλών φυλακισμένων μέσα σ΄ενα ψεύτικο κατασκεύασμα, που αρκέστηκαν να το υπηρετούν όπως το βρήκαν, αρκέστηκαν να παίρνουν τις απαντήσεις χωρίς να ρωτάνε και το πλέον άθλιο, αντιπάθησαν και αισθάνθηκαν να απειλούνται από όλους εκείνους που προσπάθησαν να τους ανοίξουν τα μάτια σε κάτι καλύτερο. Κι όταν χρειάστηκε γίνανε χαφιέδες του συστήματος για να συμμαζέψει τους “ανυπότακτους” που επέφεραν διαταράξεις στα ήσυχα νερά του βάλτου. Ξέρεις σε κάθε επίπεδο πόσοι άνθρωποι με αληθινές αξίες, με ταλέντα, με ικανότητες που θα μπορούσαν να προσφέρουν σπουδαία πράγματα ο καθένας στο τομέα του, θάφτηκαν από τους άχρηστους? Πόσα σπουδαία μυαλά καταστράφηκαν ή χτυπήθηκαν χωρίς έλεος από εκείνους που βλέπουμε γύρω μας να πλασάρονται από το σύστημα σαν παραδείγματα γιατί είναι κούφιοι, ακίνδυνοι και βολικοί?
Ο άνθρωπος κουβαλάει μέσα του πολλούς δαίμονες. Κι είναι εύκολο να υποκύπτει συνέχεια στις καλές προσφορές που του κάνουν που είναι και εύκολες και κερδοφόρες. Νοιώθει ασφαλής στο βάλτο. Όμως υπάρχουν και λίγοι άνθρωποι που ξεφεύγουν από αυτό το κανόνα. Κι αφού αυτοί ξεφεύγουν σημαίνει πως υπάρχει έξοδος. Κι αυτή την έξοδο μπορούν να τη βρουν όλοι αν μέσα τους έχει μείνει κάτι ακόμα. Δυστυχώς όμως από ότι φαίνεται αυτοί οι λίγοι άνθρωποι παραμένουν έτσι λίγοι μόνιμα. Λες και είναι κάποια άλλη φυλή που κατά λάθος έχει πέσει μέσα στο υπόλοιπο πλήθος. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι ένα μνημόνιο, μια απώλεια εργασίας ή υλικής ευημερίας, δεν είναι αν σήμερα έχουμε να φάμε μέχρι χτες είχαμε να τρώμε μέχρι σκασμού και σήμερα δεν έχουμε.
Το ερώτημα είναι γιατί χτες τρώγαμε μέχρι σκασμού και όχι όσο χρειαζόμασταν. Γιατί δεν ξέρουμε τι αληθινά χρειαζόμαστε. Γιατί μας κυριεύουν τόσο όλα αυτά τα χαιρέκακα δαιμόνια που μας κρατάνε δέσμιους σε ευτελή και επικίνδυνα για τον εαυτό μας και τους συνανθρώπους μας πράγματα. Όλα τα υπόλοιπα είναι το ψεύτικο περιτύλιγμα ενός σάπιου πολιτισμού που χρησιμοποιεί τους ανθρώπους σαν μαζικοποιημένες μορφές, ντυμένες με ένα κουστούμι, με ελαφριές παραλλαγές.
Ποιος είναι όμως ο ράφτης? Και τελικά μπορείς να δεις πως τα ρούχα του βασιλιά είναι ψεύτικα ή θα συνεχίζεις να τον χειροκροτάς σαν ηλίθιος.
Κάποτε πίστευα πως η αριστερά θα φέρει τη μεγάλη αλλαγή. Ήταν όμως κάποια αριστερά που μου είχε περιγράψει ο πατέρας μου και που στη πράξη απείχε από τη πραγματικότητα όπως απείχε ο γείτονας μου ο χριστιανός από τον Χριστό που πίστευε. Κοίταζα κι έβλεπα ανθρώπους να έχουν περίφημες ιδέες και σπουδαία όρεξη ν΄αλλάξουν το κόσμο αλλά σαν να μίλαγαν για κάτι που θα ερχόταν σχεδόν όπως η Αποκάλυψη των Χριστιανών. Εν τω μεταξύ ζούσαν όπως ακριβώς και οι πολιτικοί τους αντίπαλοι οι δεξιοί λέγοντας ένα απλό “σε αυτό το σύστημα ζούμε τι θέλεις να κάνουμε” Λες και μια υποτιθέμενη πανανθρώπινη ιδεολογία που θα αλλάξει από τα θεμέλια το κόσμο μπορεί να γίνει με ανθρώπους που είναι βουτηγμένοι μέχρι το μεδούλι στο σύστημα που πολεμάνε αλλά θα αλλάξουν ως εκ θαύματος μόλις σφυρίξει η έναρξη της επανάστασης.
Μετά αποφάσισα να πιστεύω σε μια αριστερή λύση εντελώς ψυχρά όπως ακριβώς επιλέγεις αν είναι πιο προσιτό το τάδε αμάξι ή το άλλο στα δικά σου μέτρα. Δηλαδή μια ιδεολογία που βασιζόταν ακριβώς στο αξίωμα θα “γυρίσει κι ο τροχός θα γ@μίσει κι ο φτωχός” και τίποτα περισσότερο. Πολλές φορές ήρθα στη θέση ενός έντιμου χριστιανού που δεν μπορούσε να κατανοήσει που στο καλό είναι η εφαρμογή στους ενορίτες τους όλων αυτών που παπαγάλιζαν. Έτσι κι εγώ βαρέθηκα κάποια στιγμή να βλέπω συντρόφους οι οποίοι είχαν σαν χόμπυ τον ελεύθερο χρόνο τους την επανάσταση και όλο τον υπόλοιπο καιρό λειτουργούσαν ακριβώς όπως όλα εκείνα που στιγμάτιζαν. Στη ψυχή και στο σώμα.
Το ίδιο συνέβη και με μια άλλη κατηγορία που γνώρισα από κοντά. Το λεγόμενο πνευματικό κόσμο. Εκείνο τον “υπεράνω” Οι περισσότεροι καλά διαβασμένοι αστοί που αντί να τρέχουν σε λαϊκές συγκεντρώσεις και να ανακατεύονται με την πλέμπα, επέλεξαν να περιφέρουν τις ιδέες τους και τις γνώσεις τους σε διάφορα γκαλά με ένα ποτό στο χέρι, ανάμεσα σε όλα τα σούργελα της οικονομικής ελίτ της χώρας που τους εξασφάλιζε μια καλή θεσούλα κάπου για να μελετάνε τις φιλοσοφίες τους πιο άνετα χωρίς ενοχλητικές αγωνίες για το τι θα απογίνουν αύριο. Μάπα το καρπούζι κι εκεί.
Τελικά οι πιο έντιμοι σ΄αυτή τη πορεία μου φάνηκαν οι «ελεύθεροι αλεξιπτωτιστές» όπως συνηθίζω να τους ονομάζω, οι περιθωριακοί που είχαν ξεφύγει στα δικά τους ευαγγέλια και οι διάσπαρτες μονάδες δεξιά κι αριστερά ανθρώπων που σαν τα αδέσποτα, επέλεγαν να ζήσουν και να λειτουργήσουν με δικούς τους κανόνες χωρίς φίμωτρα και λουράκια , όποιο και να ήταν το κόστος και δεν περίμεναν να τους δώσει κανείς το σύνθημα για να γίνουν αυτό που ο ίδιοι πίστευαν πως είναι σωστό. Επιστήμονες που λοιδορήθηκαν από το κατεστημένο, καλλιτέχνες που βρήκαν τις πόρτες κλειστές όταν αρνήθηκαν να κάνουν μεταποιήσεις στο έργο τους, πολιτικοί που αποσύρθηκαν έγκαιρα πριν ξεφτυλιστούν, ιδεολόγοι που ζήσαν στο μικρό τους κόσμο αόρατοι και αποκλεισμένοι από τα στημένα κομματικά μαγαζιά, απλοί άνθρωποι που πάλεψαν με την αδικία, συμπαραστάθηκαν στους συνανθρώπους τους, μοίρασαν απλόχερα αγάπη και βοήθεια όπου μπόρεσαν χωρίς ποτέ να πάρουν κανένα αντάλλαγμα.
Κι αυτό είναι τελικά το αντίδοτο στο μαζικοποιημένο εκφυλισμό. Εκείνος που θα φυλάξει τις δικές του Θερμοπύλες τώρα, κι όχι όταν ο καιρός τον καλέσει ή όταν το βολεύει. Εκείνος που δίνει καθημερινά τη μάχη, πέφτοντας, κάνοντας λάθη, αλλά που ξέρει να σηκώνεται και να προχωράει χωρίς φόβο, μόνος χωρίς να ζητάει την έγκριση και την άδεια από ένα περίγυρο αόριστο που δεν ξέρει ούτε τι είναι, ούτε τι θέλει. Ενας καφές που χύθηκε πάνω στο καλογυαλισμένο τετράδιο και προκάλεσε αναστάτωση στο μισονυσταγμένο πλήθος. Μια αδυναμία απάντησης του κατασκευαστή στο επαναστατημένο μηχάνημα που τον ρωτάει … «και γιατί πρέπει να λειτουργήσω έτσι?»