Στην μακρινή μας Ινδία διηγούνται ένα παραμύθι, απ’ αυτά που σου αφήνουν κάποιο χαμόγελο, γιατί έχουν ένα αναπάντεχα διδακτικό τέλος..
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας αυτοκράτορας, που είχε διαλέξει σαν προσωπικό του σύμβουλο ένα πολύ σοφό γέροντα που όμως είχε ένα μεγάλο ελάττωμα, συνεχώς επαναλάμβανε, «ότι σου συμβαίνει είναι για το καλό σου… ότι σου συμβαίνει είναι για το καλό σου»…
Ο αυτοκράτορας όμως παρόλο που το «ελάττωμα» του σοφού τον εκνεύριζε, τον κρατούσε κοντά του γιατί οι συμβουλές και η σοφία του, τού ήταν πολύ χρήσιμα και γι’ αυτό το λόγο, τον έπαιρνε πάντα μαζί του, ειδικά όταν απομακρυνόταν από το παλάτι.
Μια βροχερή μέρα, ο αυτοκράτορας αποφάσισε να καλλωπιστεί και αφού τον έπλυναν οι γυναίκες της αυλής, ζήτησε από τον κουρέα να τον ξυρίσει και να του κάνει μανικιούρ.
Την ώρα όμως που ο κουρέας του έκοβε τα νύχια, ακούστηκε ένας κεραυνός τόσο δυνατός που ο αυτοκράτορας και ο κουρέας τρόμαξαν τόσο πολύ που ο κουρέας έκοψε το μικρό δαχτυλάκι του αυτοκράτορα… Κραυγές, πόνου και θυμού κυρίευσαν τον αυτοκράτορα που έπεσε πάνω στον κουρέα με μεγάλη οργή: «Γρήγορα στην φυλακή, ανάξιε, έκοψες το δάχτυλο του αυτοκράτορα, θα σαπίσεις μέσα στην φυλακή για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής σου!» Τότε επενέβη ο σοφός γέρος και άρχισε πάλι να επαναλαμβάνει: «ότι σου συμβαίνει είναι για το καλό σου…, ότι σου συμβαίνει είναι για το καλό σου»…
Ο αυτοκράτορας γεμάτος οργή, φώναξε: «Φτάνει πια, με αυτές τις ανοησίες, σε βαρέθηκα όλα αυτά τα χρόνια και εσύ στην φυλακή, έτσι θα μπορείς ν’ ακούς μόνος σου τις βλακείες σου μέχρι το τέλος της ζωής σου!»
Την επόμενη μέρα ο αυτοκράτορας, για να ξεθυμώσει και να χαλαρώσει, αποφάσισε να πάει κυνήγι στο δάσος, βέβαια μόνος του, μια και είχε φυλακίσει τον γέροντα σοφό που συνήθως τον ακολουθούσε παντού. Ενώ βρισκόταν στο δάσος, ξαφνικά τον περικύκλωσαν οι πολεμιστές-αιρετικοί της θεάς Κάλι, τον συνέλαβαν και ήταν πολύ ευτυχισμένοι που βρήκαν ένα θύμα για να το θυσιάσουν στην θεά τους. Ο αυτοκράτορας, φώναξε, ούρλιαξε, παρακάλεσε, αλλά τίποτα. Εκείνοι είχαν αποφασίσει να τον θυσιάσουν στη θεά Κάλι που ήταν η θεά του κακού και γιόρταζε εκείνη τη μέρα. Τον έντυσαν λοιπόν με το ειδικό ράσο, τον άλειψαν με το ιερό τους λάδι, τον έδεσαν στον βωμό και ενώ ο αρχηγός ήταν έτοιμος να του μπήξει το μαχαίρι στην καρδιά, είδε, με τρόμο, πως από το θύμα έλλειπε ένα μέλος- το μικρό του δαχτυλάκι, βρίζοντας και φτύνοντας τον έλυσε, γιατί δεν επιτρεπόταν να θυσιάσουν κάποιον που δεν ήταν αρτιμελής και έτσι τον άφησαν να φύγει…
Ακόμα ζαλισμένος, ο αυτοκράτορας γρήγορα έτρεξε στο παλάτι του και στο δρόμο κατάλαβε τι είχε γίνει,ο σοφός γέροντας είχε δίκιο και ευτυχώς που σε εκείνο το ατύχημα τού έκοψε ο κουρέας το δάχτυλο και έτσι σώθηκε η ζωή του. Τι σημασία είχε ένα δαχτυλάκι λιγότερο μπροστά στον κίνδυνο που είχε διατρέξει; Καλύτερα ζωντανός και με ένα δάχτυλο λιγότερο παρά νεκρός!
Φτάνοντας στο παλάτι ο αυτοκράτορας, πήγε αμέσως στις φυλακές και ελευθέρωσε τον κουρέα και μετά πήγε στον σοφό γέροντα, μπήκε στο κελί τον αγκάλιασε και του είπε: «Φίλε μου, συγχώρεσε με, για το κακό που σου έκανα, τι τυφλός που ήμουνα. Με συνέλαβαν οι αιρετικοί της θεάς Κάλι και ενώ ήταν έτοιμοι να με θυσιάσουν, είδαν πως μου έλειπε το μικρό μου δαχτυλάκι και με άφησαν να φύγω, είχες δίκιο φίλε μου, «ότι μας συμβαίνει είναι για το καλό μας!» Συγχώρεσε με φίλε μου, θα είσαι πάντοτε κοντά μου και όλο το βασίλειο σου ανήκει…
Αλλά τώρα πες μου σε παρακαλώ πολύ, εσύ, που σε έβαλα φυλακή, «που είναι το καλό που συνέβηκε σε σένα;» Με ηρεμία ο γέροντας κοίταξε τον αυτοκράτορα και του απάντησε: «Βλέπετε εξοχότατε, εάν δεν με είχατε φυλακίσει θα σας είχα συνοδέψει, όπως πάντα, στο κυνήγι σας στο δάσος και σε εμένα δεν λείπει κανένα δάχτυλο…! «Ότι μας συμβαίνει είναι για το καλό μας».