Απεγνωσμένοι και αφημένοι στην τύχη τους, σαν καρέ του Αγγελόπουλου
του Σταύρου Κωνσταντινίδη
Κλείνω τα πενήντα σήμερα. Νομίζω πολλές φορές ότι ξέρω πιά, αλλά δεν είμαι και βέβαιος. Το μυαλό μου είναι καρφωμένο στην πυρκαγιά που έζωσε το Μάτι, το σώμα μου μουδιασμένο. Τραγωδία. Μόνο που είναι αληθινή. Θύματα πολέμου.
Χρειάστηκαν 50 χρόνια να πάω για πρώτη φορά στο Μάτι. Ηταν φέτος στις αρχές του καλοκαιριού. Η κοντινότερη θαλασσινή απόδραση απο την Αθήνα, και η ρομαντική δική μου διάθεση, με οδήγησαν στον μικρό κολπίσκο της Αργυράς Ακτής. Ακριβώς δίπλα το Κόκκινο Λιμανάκι . Η ατμόσφαιρα σε ταξίδευε συνειρμικά και ανάλαφρα, στον κινηματογραφικό ελληνικό παραθερισμό του 70. Μου άρεσε αυτό. Έβρισκα μία αυθεντική, ξεχασμένη αλήθεια, σε αντίστηξη με το καμουφλαρισμένο ψέμα των κοσμικών νησιών . Μετά παρατηρούσα τους ανθρώπους, τους πρώτους παραθεριστές του τότε, τα παιδιά τους πια άντρες και γυναίκες και τα εγγόνια τους, νήπια . Συνήθως ετσι εμφανίζονταν στο μικρό ταβερνάκι, παρέες σε ένα τρυφερό σετ τριών γεννεών μαζι. Προσπαθούσα να φανταστώ τους ηλικιωμένους πιά, νεαρούς μεσήλικες, και τους μεσήλικες παιδιά, στο ίδιο σημείο 40 χρόνια πριν . Είχε χαρά, αλλά κυρίως αισοδοξία αυτή η εικόνα, αυτά τα φαντασιακά μικροταξίδια. Θριάμβευε η ελπίδα της ζωής. Πολλοί ήδη κάτοικοι του εξωτερικού, που έρχονται για λίγο να ακουμπήσουν ξανά τις παιδικές καλοκαιρινές μνήμες, και να μυήσουν τα μικρά τους. Έβλεπα λοιπον, τα παιδάκια να τσιρίζουν ή να κλαίνε , τους γονείς νευρικούς να νουθετούν, αλλά τους παππούδες συγκαταβατικούς με ένα τεράστιο χαμόγελο, να απολαμβάνουν τη σοφία της εμπειρίας, κλείνοντας το μάτι στα πιτσιρίκια. Οπως συμβαίνει σε ολόκληρο τον κοσμο. Ετσι είναι η ζωή. Μεγαλώνοντας, γίνεσαι πιο ανεκτικός, κόβεις τις αδικαιολόγητες γωνίες. Συνέχιζα να πηγαίνω και τα επόμενα Σαββατοκύριακα σχεδόν για δύο μήνες, μέχρι 2 μέρες πριν την τραγωδία . Η κάθε γενιά αποτύπωνε αφήνοντας ένα μικροσημαδι στην επόμενη, και μας άρεζε να το σχολιάζουμε, να βρίσκουμε το οικογενειακό δένδρο. Ενα κληρονομικό ταμπεραμέντο πάντα μεταβιβάζεται αναλλοίωτο. Αλλοτε η έκφραση του προσώπου ή ένας χαρακτηριστικός μορφασμός , μερικες φορες το περπάτημα ή το αναλογικό σωματικό καλούπι, και άλλες η απόχρωση και ο γάργαρος ρυθμός του γέλιου. Καθημερινοί άνθρωποι, η ζωή στην απλότητά της . Με έκανε πολλές φορές η περιοχή να ανατρέξω στη σχέση των ανθρώπων με την θάλασσα, και παράλληλα σκεφτόμουν αντίστοιχες περιοχές που μεσουράνησαν εκείνα τα χρόνια ως οι πρώτοι τόποι των οικογενειακών διακοπών, στην Ελλάδα. Η Λούτσα, η Κινέτα, το Λουτράκι, η Αγ. Τριάδα στη Θεσσαλονίκη ή η παραλια Κατερίνης στη Βόρεια Ελλάδα. Θυμάμαι την Κατερίνη σαν πρώτη και τελευταία φορά των οικογενειακών διακοπών μας ( σχεδόν υποχρεωτικών) το 1978 μετά τον μεγάλο σεισμό της Θεσσαλονίκης. Νοσταλγικά όλα αυτά αν σου θυμίζουν κάτι μικρό. Παρατηρούσα στα σπίτια το αποτύπωμα του χρόνου κατασκευής τους, τις υπερβολές στη δόμηση, την εμφανή έλλειψη δημόσιας υποδομής, τα πεύκα να αγκαλιάζουν κυριολεκτικά τα σπίτια, τους δρόμους πρωτόλειους ως αποτέλεσμα κατάτμησης των οικοπέδων, που δεν χωρούσαν δύο αυτοκίνητα καλά- καλά, σε οδηγούσαν όμως στην ποθητή θάλασσα. Αυτή η θάλασσα, ήταν ο κοινός παρονομαστής όλης αυτής της ενέργειας, της κινητικότητας. Αυτής της μικρής κοινωνίας . Σκεφτόμουν πως τα καλοκαίρια, δίπλα σε αυτόν τον μικρό κόλπο με βράχια στο Μάτι καταστρώθηκαν για δεκάδες χρόνια, χιλιάδες σχέδια ζωής. Μερικά απο αυτά έγιναν ίσως πραγματικότητα, και μερικά απο αυτά τα πήρε ελαφρά το αεράκι και τα σήκωσε ανεκπλήρωτα ή τα κατάπιε ένα ξαφνικό κύμα που έσκαγε με μανία πάνω στις αυλές των σπιτιών. Τη Δευτέρα 23 Ιουλίου είδα τις ίδιες εικόνες, εφιαλτικά αντεστραμμένες στην τηλεόραση. Δεν το πίστευα . Δεν μπόρεσα να σκεφτώ ποτέ αυτήν την σκηνοθετική ανατροπή. Την μετάβαση απο την γαλήνη στον όλεθρο. Δεν μπόρεσα να φανταστώ ότι θα έφευγαν στον θάνατο αγκαλιά παιδιά και γονείς, λίγο πριν πέσουν στα νερά. Δεν μπόρεσα να υποπτευτώ πως αυτή η μικρή θάλασσα η ίδια θα είναι η μόνη σωτηρία για όσους πρόλαβαν. Η ζωή δεν είναι παρά η αδύναμη προσπάθεια απάλυνσης της τραγικότητάς της.
Ναι, αλλά ξαναγυρνώ στον ρεαλισμό, στην όντως πραγματικότητα. Γνωρίζοντας καλά τη δημόσια διοίκηση και ιδιαίτερα τα επιχειρησιακά όρια των υπηρεσιών ασφάλειας και των δύσκολων κρίσεων με κίνδυνο την απώλεια ανθρώπινης ζωης, θα πώ και τα εξής: Η φωτιά ταξίδευε επι ώρα. Δύο ώρες περίπου. Υποτιμήθηκε αρχικώς ο κίνδυνος, ειδάλλως θα είχε κερδηθεί πολύτιμος χρόνος. Οι οικισμοί μπορούσαν να εκκενωθούν έγκαιρα, κατά το δυνατόν. Η γρήγορη εντολή εκκένωσης είναι το κλειδί στις κατοικημένες περιοχές σε αυτές τις περιπτώσεις, περισσότερο απο την ίδια την κατάσβεση. Εφόσον βέβαια υπάρχει υποτυπώδες σχέδιο πολιτικής προστασίας. Η επικοινωνιακή διαχείριση της κυβέρνησης ήταν off για ώρες ολόκληρες, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει ούτε μισή οδηγία προς τους πληγέντες στην τηλεόραση, στο διαδίκτυο και προς τις τοπικές αρχές, αλλά και ούτε καν να ενημερώνει έγκαιρα για την εξέλιξη της κρίσης . Ο Δημαρχος Ραφήνας διευκρινίζει οτι δεν υπήρξε ποτέ εντολή εκκένωσης . Η θαλάσσια διαφυγή θα μπορούσε να οργανωθεί πολύ νωρίτερα. Κανενα τηλεφωνο υποστήριξης προς τους πολίτες στον αέρα. Αυτά ήταν εφικτά όμως. Και για αυτό είμαι απόλυτα βέβαιος. Η πρόληψη είναι η μεγάλη συζητηση που μένει πάντα εκκρεμής, αλλά τώρα συζητάμε τι θα μπορούσε να γίνει καλύτερα αφού έγινε το κακό.. Η πολιτική διαχείριση κρίσεων εδώ κρίνεται, διαφορετικά δεν θα χρειαζόταν πολιτική διαμεσολάβηση. Θα υπήρχε σκέτη Πυροσβεστικη, σκέτη Αστυνομία κτλ. Η πολιτική είναι διαχείριση κρίσεων. Οποιος δεν το κατανοεί καταφεύγει σε «ασυμμετρίες» του κούφιου λόγου, σε συσκέψεις φιάσκο, όπου αγνοεί ακόμη και εκείνη την ώρα τι ακριβώς εχει συμβεί. Κατακλείδα: άργησαν να πάρουν χαμπάρι τι γίνεται. Υποτίμησαν την αρχή της φωτιάς. Δεν έδρασαν συντονισμένα στην ώρα τους, ούτε επιχειρησιακά ούτε επικοινωνιακά.
Η σπαρακτική φωτογραφία, σαν βγαλμένη απο καρέ του Αγγελόπουλου τα δείχνει όλα: ανθρώπους απεγνωσμένους, αφημένους στην τύχη τους
*Ο Σταύρος Κωνσταντινίδης είναι συγκοινωνιολόγος
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στη σελίδα του στο Facebook