Τα 4 κλειδιά για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας
Αν και το τοπίο με την πανδημία παραμένει θολό και ρευστό στο οικονομικό επιτελείο εκτιμούν ότι το στοίχημα της ανάκαμψης θα κερδηθεί φέτος.
Το άνοιγμα του λιανεμπορίου τον Απρίλιο, η σταδιακή επαναλειτουργία της εστίασης, η πορεία του τουρισμού και η εισροή των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης εκτιμάται ότι μπορούν να γυρίσουν το παιχνίδι και να επιτευχθεί ο στόχος της ανάπτυξης για φέτος.
Η χθεσινή ανακοίνωση των στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ που έδειξαν ότι το 2020 η ύφεση διαμορφώθηκε στο 8,2%, ποσοστό καλύτερο των αρχικών εκτιμήσεων μπορεί να έφερε χαμόγελα στο οικονομικό επιτελείο αλλά όλοι κάθονται σε «αναμμένα κάρβουνα».
Το νέο κύμα σκληρού lockdown διαιωνίζει τον υφεσιακό κύκλο στο πρώτο τρίμηνο του έτους και το μεγάλο ερώτημα είναι πόσο ισχυρό θα είναι το πλήγμα.
Σύμφωνα με τα αρμόδια στελέχη το στοίχημα της αντιστροφής της πτωτικής πορείας έχει χαθεί τους τρείς πρώτους μήνες και πλέον το ξεκίνημα της ανάκαμψης μετατίθεται για επόμενους μήνες έως τον Ιούνιο. Αν το λιανεμπόριο και η εστίαση «ανεβάσουν ρολά» θα περιοριστούν δραστικά η ένταση και η έκταση των ζημιών από την επιδημιολογική κρίση και ταυτόχρονα θα δοθούν βαθιές ανάσες στα κρατικά ταμεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι για κάθε 15 μέρες που παραμένει κλειστό το λιανεμπόριο στις κόκκινες περιοχές ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας επιβραδύνεται κατά 0,8 με 0,9 %.
Όμως η επαναφορά κανονικότητα δεν αρκεί για να διασφαλιστεί η επίτευξη ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης τουλάχιστον στη περιοχή του 3,5%. Βαρόμετρο αποτελεί η πορεία του τουρισμού που παραδοσιακά έχει μεγάλο μερίδιο συμμετοχής στο ΑΕΠ με την άμεση και έμμεση συμβολή του να φθάνει το 30%. Το βασικό σενάριο του υπουργείου Οικονομικών προβλέπει ότι οι τουριστικές εισπράξεις φέτος θα κινηθούν στο 50%-60% εκείνων του 2019 δηλαδή τα έσοδα να κινηθούν τα στα επίπεδα των 9-10 δις. ευρώ από 4 δις. ευρώ πέρυσι ενώ σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο αν οι εισπράξεις περιοριστούν στο 40% (7- 8 δις. ευρώ) οι απώλειες σε σχέση με το 2019 θα ξεπεράσουν τα 10 δις. ευρώ κατεβάζοντας κατά 1,5% τη ταχύτητα της ανάπτυξης.
Πολλές ελπίδες εναποτίθενται στην εισροή κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης το οποίο θα έχει καθαρή στόχευση στην υλοποίηση πράσινων και ψηφιακών σχεδίων ενώ θα ενισχύει την ανάπτυξη των εξαγωγών και γενικά την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας. Σημειώνεται ότι οι προσδοκία του υπουργείου Οικονομικών είναι οι συνολικοί πόροι που θα έρθουν φέτος στη χώρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων θα ανέλθουν στα 5,5 δις. ευρώ προσθέτοντας στην ανάπτυξη δύο περίπου ποσοστιαίες μονάδες.
Πάντως όσον αφορά στην ύφεση 8,2% το 2020 που είναι η μεγαλύτερη μετά το 2011 και μεταφράζεται σε απώλειες στο ΑΕΠ περίπου 15 δις. ευρώ η ανάλυση των στοιχείων της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας δείχνει ότι οι δυνάμεις που φρέναραν τη συρρίκνωση είναι:
1. Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική με τις ενισχύσεις σε εργαζόμενους, επαγγελματίες και μικρομεσαίους που είχαν σαν αποτέλεσμα την αναπλήρωση μεγάλου μέρους των απωλειών στα εισοδήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά την κρίση οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας δεν βούλιαξαν εμφανίζοντας οριακή πτώση της τάξης των 545 εκατ. ευρώ καθ΄ όλη τη διάρκεια του έτους αφού σε απόλυτα ποσά διαμορφώθηκαν στα 67,604 δις. ευρώ από 68,149 δις. ευρώ το 2019.
2. Το μερικό άνοιγμα της αγοράς στο τελευταίο τρίμηνο του έτους που είχε σαν αποτέλεσμα να διασωθεί ένα σημαντικό κομμάτι του τζίρου κυρίως του Χριστουγεννιάτικου που αντιστοιχεί στο 10% του ετήσιου τζίρου και ειδικά για τις μικρές επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου το μερίδιο του φτάνει στο 20%.
3. Η ραγδαία μείωση των εισαγωγών προφανώς λόγω της πτώσης της κατανάλωσης και της παγωμάρας στην εφοδιαστική αλυσίδα. Τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών συρρικνώθηκαν κατά 11,173 δις. ευρώ με το συνολικό ποσό να κατρακυλάει πέρυσι στα 65,362 δις. ευρώ έναντι 76,535 δις. ευρώ το 2019.
Αντίθετα η ύφεση τροφοδοτήθηκε από το δραστικό περιορισμό της ιδιωτικής κατανάλωσης και το πλήγμα στις εξαγωγές. Τα νοικοκυριά ψαλίδισαν κατά 7,686 δις. ευρώ τις καταναλωτικές τους δαπάνες με αποτέλεσμα το συνολικό ποσό να «κατέβει» στα 119,146 δις. ευρώ όταν το 2019 ήταν 126,832 δις. ευρώ.