Σαν σήμερα: Η νύχτα που η Κατερίνα Γώγου έβαλε τέλος στη ζωή της
29 χρόνια από το θάνατο της σπουδαίας ηθοποιού και ποιήτριας
Μια μέρα σαν σήμερα, το 1993, η Κατερίνα Γώγου βρίσκεται νεκρή στο πατρικό της σπίτι στο Μεταξουργείο. 29 χρόνια μετά είναι ακόμα επίκαιρη μέσα από το ποιητικό της έργο!
Γεννήθηκε στις 1 Ιουνίου 1940 στην Αθήνα. Ξεκίνησε σε ηλικία μόλις 5 ετών να παίζει σε διάφορες παιδικές παραστάσεις, όπου την χαρακτήριζαν παιδί-θαύμα. Παρόλα αυτά, δεν πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια, ελέω Κατοχής και Εμφυλίου Πολέμου. Στην εφηβεία της, η Κατερίνα έμενε με τον πατέρα της, ο οποίος ήταν πολύ αυστηρός απέναντι της, κατόπιν έμεινε με τη μητέρα της. Ο πατέρας της, πάντως, αν και αυστηρός, την υποστήριξε πραγματικά, στην επιθυμία της να ακολουθήσει την υποκριτική. Σπούδασε στη σχολή του Τάκη Μουζενίδη, η οποία εθεωρείτο μια από τις καλύτερες της εποχής. Παράλληλα τελείωσε και τη σχολή χορού Πράτσικα Ζουρούδη και Βαρούτη.
Την Κατερίνα Γώγου την ξέρεις από τους ρόλους της στις παλιές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου: ήταν η χαριτωμένη μελαχρινή “τσαπερδόνα” που έπαιζε στο πλευρό των “τιτάνων” Βουγιουκλάκη, Καρέζη, Κοντού, Καραγιάννη. Ήταν η υπηρέτρια “Παγώνα”, ήταν η μαθήτρια Λαζάρου που κοιτούσε τη Γιαδικιάρογλου που κοιτούσε την Παπασταύρου, ήταν η τρελοκαμπέρω μικρή αδερφή της Καρέζη, “Σίσσυ”, ήταν η χίπισσα “Άννα” μια από τις τέσσερις αδερφές του κουρέα και άλλοι τόσοι μικροί αλλά αγαπητοί ρόλοι!
Στη συνέχεια, μετά το γάμο της με τον σκηνοθέτη Παύλο Τάσιο, με τον οποία απέκτησε μια κόρη, πρωταγωνίστησε σε ανεξάρτητες ταινίες. Της έχει απονεμηθεί, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το Βραβείο Α΄ Γυναικείου ρόλου, για την ταινία “Το βαρύ πεπόνι”.
Σαν ποιήτρια, πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Συγκεκριμένα, το 1978 κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή “Τρία κλικ αρίστερα”, η οποία έφτασε σε πωλήσεις τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γιάννη Ρίτσο. Έβγαλε επίσης τα βιβλία “Ιδιώνυμο”(1980),” Το ξύλινο παλτό” (1982), “Απόντες” (1986),” Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών”(1988), “Νόστος” (1990) και “Με λένε Οδύσσεια” (2002, μεταθανάτια έκδοση).
Τη στόφα της ποιήτριας την είχε λόγω του πατέρα της, Επαμεινώνδα, ο οποίος της διάβαζε συχνά Καριωτάκη, Βαλαωρίτη και Παλαμά.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, είχε απομακρυνθεί από τους πάντες. Η τελευταία της συνάντηση ήταν με το Γιώργο Χρονά και η κουβέντα που του είπε ήταν “Φεύγω, πάω γι’ αλλού”. Έτσι κι έγινε, την επόμενη μέρα βρέθηκε νεκρή από ένα κοκτέιλ αλκοόλ και ηρεμιστικών χαπιών, στο σπίτι της μητέρας της όπου είχε αποτραβηχτεί τα τελευταία χρόνια.
Αποσπάσματα από έργα της:
«Καμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά
και μπαίνεις. Φοράς άσπρο κάτασπρο
κουστούμι και λινά παπούτσια. Σκύ-
βεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου
72 φράγκα και φεύγεις. Έχω μείνει
στη θέση που μ’ άφησες για να με ξανα-
βρεις. Όμως πρέπει νάχει περάσει πο-
λύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύ-
νανε κι οι φίλοι με φοβούνται.
Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες έχω χάσει
την φαντασία μου κι όταν ακούω “Κατερίνα”
τρομάζω. Νομίζω πως πρέπει να καταδώσω
κάποιον.
Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον
που λέγανε πως είσαι συ. Ξέρω πως λένε
ψέματα οι εφημερίδες, γιατί γράψανε πως
σου ρίξανε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο Στόχος,
το νου σου ε;»
—————
“Ο καιρός σκουλήκιασε
πυρηνικές δοκιμές, λαϊκά μέτωπα,
μπορντέλα και πολυεθνικές,
δεν μας αφήνουνε ν’ αγαπήσουμε. -Α, ρε σύντροφε-”
—————
“Η ζωή μας είναι άσκοπα λαχανητά σε κανονισμένες απεργίες ρουφιάνους και περιπολικά. Γι’ αυτό σου λέω. Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε. Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε!”
—————
Η ελευθερία μου είναι στις σόλες των αλήτικων παπουτσιών μου. Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω. Μπορώ να σεργιανίσω ότι ώρα μου γουστάρει. Π.χ. την ώρα που βάζετε τις μασέλες σας Στο ποτηράκι με το νερό πριν κοιμηθείτε την ώρα που απαυτωνόσαστε την ώρα που κάνετε το χρέος σας στα παιδιά σας, στο σωματείο σας την ώρα που σας έχουν χώσει την ιδέα πως τρώτε αυγολέμονο και τρώτε σκατά μπορώ και περπατάω, με τα αλήτικα παπούτσια μου πάνω από τις στέγες σας -όχι ρε παιδάκι μου σαν εκείνη την ηλίθια με τη σκούπα, τη Μαίρη Πόπινς- δεν πιάνετε το κανάλι μου μόνο όσοι έχουμε το ίδιο μήκος κύματος ανθρωπάκια χέστες, κατά βάθος σας λυπάμαι αλλά τώρα δε χάνω το χρόνο μου μαζί σας δεν θέλω παρτίδες με κανέναν σας η ελευθερία σας είναι στις σόλες των τρύπιων παπουτσιών μου θάρθει η ώρα που θα τις γλύφετε και θα ουρλιάζετε κλαίγοντας “θαύμα, θαύμα” αυτά τα παπούτσια ποτέ δεν ξεκουράζονται και ούτε βιάζονται όταν εγώ καθαρίσω από εδώ θα τα φορέσει ο Παύλος, η Μυρτώ, φοράμε το ίδιο νούμερο, δεν λειώνουν, όσες πρόκες και αν ρίχνετε στο δρόμο. Σας βαράνε στο δόξα πατρί σας θα έρθει η ώρα που θα τρέχετε απεγνωσμένα στο στιλβωτήριο “συνοδοιπόροι” και “αποστάτες” να βάψετε τα δικά σας μα η μπογιά δεν θα πιάνει ότι και αν κάνετε, όσα και αν δίνετε τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το δικό μας.