ΚΟΙΤΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ ΚΙ Η ΑΒΥΣΣΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΟΙΤΑΞΕΙ…
Αυτό το ανέσυρα κάπου εκεί πίσω στο 2020, όταν καθόμουν κλεισμένη στο κελί, κι είχα ένα πακέτο με τυπωμένες άδειες εξόδου…. για αγορά τροφίμων… και βόλτα το σκύλο…
……
Χτες βράδυ
Έβαλα να ακούσω τραγούδια παλιά . Από εκείνα τα χιλιοτραγουδισμένα που λατρεύτηκαν αλλά στο δρόμο ξέχασαν οι άνθρωποι την ουσία των στίχων.
Ξεφύλλισα μερικές παλιές σημειώσεις για να εξακριβώσω πόσο και αν έχω αλλάξει από τότε. Τότε που νόμιζα…
Δεν σας κρύβω πως ο ψυχισμός μου, όπως και πολλών άλλων πλέον, χωρίζεται άγρια σε δυο μέρη. Από τη μια οργή κι από την άλλη θλίψη. Απέραντη θλίψη.
Η αισιοδοξία παρακολουθεί απλά τις εναλλαγές στη ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια σαν τουρίστας. Αραχτή κάπου μακριά , αμέτοχη, ξένη σε όσα συμβαίνουν.
Υπάρχει ένα επικίνδυνο όριο που πιστεύω πως έχουμε αρχίσει να το ξεπερνάμε. Οχι ένας ένας από εμάς , εννοώ ένα όριο επικίνδυνο που το καταρρίπτει χωρίς σκέψη πλέον, με το ένστικτο προχωρώντας, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού.
Μπορεί ακόμα να κυκλοφορεί χρήμα, μπορεί να είναι πολλοί οι σιωπηλοί, οι αμέτοχοι, μπορεί να υπάρχει κόσμος που κάνει το παιχνίδι του εαυτούλη του ακόμα, αλλά πόσους χαρούμενους βλέπετε γύρω σας? Ακόμα κι από αυτούς που περνάνε με το αμάξι τους και τη μουσική στο τέρμα, ακόμα κι από τα παιδιά που χορεύουν στα κλαμπ, ακόμα κι οι τηλεπερσόνες που παρελάζουν χαζοχαρούμενα από τα κανάλια, πόσες φάτσες βλέπετε να λάμπουν να είναι ευτυχισμένες?
Κοιτάζω τα πρόσωπα γύρω μου και τρομάζω. Στα περισσότερα μάτια δεν υπάρχει γαλήνη, ούτε καν λογική. Δεν έχει σημασία αν ο τάδε καταναλώνει τη ζωή του σε σκουπίδια ή ο άλλος παλεύει για μεγάλα ιδανικά. Και οι δυο κουβαλάνε ένα βλέμμα γεμάτο πανικό.
Κι όσα βλέμματα δεν έχουν φτάσει καν σ΄αυτό το πανικό, τα κοιτάζεις και δεν έχουν τίποτα μέσα τους. Τίποτα άλλο εκτός από συνήθειες. Συνήθειες που τις νομίζουν ζωή. Κλισέ, εμμονές, πεποιθήσεις που τους κρατάνε σε ένα συνεχόμενο ρελαντί, να μην μπορούν να απολαύσουν ούτε μια επικίνδυνη κούρσα, ούτε ένα ρομαντικό περίπατο της ψυχής.
Στο σημείο μηδέν οι τύραννοι άρπαξαν βίαια πάνω από τα ζαλισμένα πλήθη αυτό το τελευταίο σκαλοπάτι, τις συνήθειες, τις δικλείδες ασφάλειας σε ένα κόσμο που καταρρέει σαν χάρτινος πύργος. Δεν έφτανε η φτωχοποίηση, η μετάλλαξη της κοινωνίας σε πόλεις ζωντανών νεκρών, δεν έφταναν οι εκβιασμοί και η τρομοκρατία, ήρθε η φυλάκιση, χωρίς δίκη, χωρίς απόδειξη ενοχής. Η καταδίκη να μην μπορεί κάποιος να εκτελέσει ούτε τις μικρές ελάχιστες συνήθειες. ΦΟΡΑΤΕ ΜΑΣΚΕΣ, ΚΡΑΤΑΤΕ ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ, και στο τέλος
ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ.
Χλιαροί, μέτριοι, αποκοιμισμένοι σε στρώματα φτιαγμένα από ψέματα και στην απέναντι όχθη μάτια γεμάτα απορίες, αγουροξυπνημένα από ένα μεγάλο και βαθύ ύπνο, γεμάτα θολωμένη οργή που ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν κάποιον να φωνάξει το όνομά τους, να τους επιστρατεύσει σε κάποιο πόλεμο, για να μπορέσουν να βρουν κάτι να υπερασπιστούν.
Το μόνο συναίσθημα αυτή τη στιγμή που μπορεί να γεμίσει τις άδειες ψυχές είναι η υπεράσπιση κάποιου ιδανικού. Άλλοι το ψάχνουν στο πατριωτισμό, άλλοι στο ταξικό αγώνα, άλλοι στη διαφύλαξη του πολιτισμού, άλλοι στην επιθυμία για ανατροπή, επανάσταση, εξέγερση, άλλοι γίνονται απλά τραγικοί αυτόχειρες…
Η δική μας πατρίδα, που έχει συγκλονιστεί από τη μικρασιατική καταστροφή, τις χαμένες πατρίδες, τη φασιστική επέλαση, δυο παγκόσμιους πολέμους , έναν απίστευτο σε αγριότητα εμφύλιο , μια επέλαση του ψυχρού πολέμου με το χειρότερο του πρόσωπο, δικτατορία, τη προδοσία της Κύπρου, και τον εξευτελισμό όλων των οραμάτων της μεταπολίτευσης , μια κοινωνία που παρασύρθηκε στο να ξεπουλήσει τους λόγους που θα μπορούσαν να την κάνουν ευτυχισμένη, περήφανη, γενναία, μοιάζει να παρασέρνεται , να αδρανεί, να υποτάσσεται ή να βγάζει κραυγές που δεν έχουν σημασία, όμως κατά βάση μετατρέπεται σε κάτι επικίνδυνο.
Είναι το αγρίμι που αφουγκράζεται το κίνδυνο, τον αόρατο εχθρό, τον επερχόμενο θάνατο, και γρυλίζει δείχνοντας τα δόντια, χωρίς να έχει βγάλει ακόμα τα νύχια. Το γρύλισμα ακούγεται αλλά κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει. Που θα ορμήσει. Γιατί εδώ και πολύ καιρό, ο πολιτικός κόσμος έχει χάσει την ικανότητα να μεταφράζει τα γρυλλίσματα της κοινωνίας και να τα κατανοεί εγκαίρως πριν το δάγκωμα. Όλος ο πολιτικός κόσμος. Δεξιά κι αριστερά. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ή αφελές που όλο και περισσότεροι επιζητούν σήμερα να συσπειρωθούν σε ομάδες που δεν είχαν συμμετοχή στο θλιβερό αυτό Κοινοβούλιο και σε όλο το σκηνικό της εξευτελιστικής και πέρα από κάθε φαντασία αισχρής κατάληξης της πολυπόθητης μεταπολίτευσης. Δεν είναι τυχαίο ούτε αφελές που ξεψαχνίζουν οι περισσότεροι τι καπνό φουμάρει κάθε νέα κίνηση, κάθε νέα πρωτοβουλία.
Οργή, εξαθλίωση και έλλειψη εμπιστοσύνης στη Πολιτεία είναι ένα τρίπτυχο που σύντομα θα κοιτάξει την άβυσσο. Κι η άβυσσος θα μας κοιτάξει κι αυτή…. Τότε μόνο θα έρθει η κάθαρση που τόσοι πολλοί λαχταρούν.
Και θα ‘ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα.
Και θα ‘χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας.
Και θα ‘ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια.
Τότε,
μην έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας από τ’ ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας,
θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια.
Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει,
ν’ αψηλώσουν τα χόρτα,
η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει.
Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα
καθώς που ετάχθη.
Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση,
και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!
ΕΛΥΤΗΣ – ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ